United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι για το μαύρο μεταξωτό της μητέρας. Όταν παντρευθώ θα βάζω όλο αληθινές νταντέλες εις τα φορέματα μου. Λ έ λ α. Βέβαια! Γι αυτό σας χρειάζονται τα εκατομμύρια της πρηγκιπέσσας. Ο λ γ ί ν α. Τι είναι πάλι αυτό; ψούνια καινούργια. Ο λ γ ί ν α. Αξίζει πέντε λίρες. Έπειτα αν θέλη η μαμά, την πέρνει, αν δεν θέλη... Σκηνή Γ'. Μαμά, την έφερεν ο Αρμένης σου και θα ξαναπεράση να μάθη, αν την θέλης.

Πάρε τα χαιρετίσματα, κρέμασε τα φυλακτό στο λαιμό σου, συχώρα τον και συμπάθησέ με. Ο ξένος έδωκε το φυλακτό, ένα μικρό μεταξωτό χαϊμαλί, και τράβηξε το δρόμο του με σκυμμένο κεφάλι. Η Παυλίνα το πήρε στα μικρά, παχουλά της χεράκια κ' έτρεξε βιαστικά στον αγαπημένο της, παίζοντας με το μικρό θυμητικό.

Της έβγαλε τον πλούσιο πορφυρό μαντύα, και χαριτωμένο φάνηκε το σώμα της στη λεπτή τουνίκα και στο μεγάλο μεταξωτό φόρεμα. Κ' η Βασίλισσα δε μπόρεσε να κρατήση τα γέλοια σαν θυμήθηκε τον καλό γέρω-ερημίτη που είχε σκορπίση και της τελευταίες οικονομίες του, για να την στολίση. Η ρόμπα της είναι πλούσια, λεπτά τα μέλη της, τα μάτια της γαλανά, και φωτεινά τα μαλλιά της σαν ακτίνες του ήλιου.

Εις την κάμαρα του βάθους, σε καθήκλες παλαιές, ψηλές, από μαύρο σκαλιστό ξύλο, αγορασμένες από κανένα ξεπεσμένο αρχοντόσπιτο, κάθουνται η κόρη του Μαρούπα με τα νυφικά της, πράσινο μεταξωτό φαυστάνι, βραχιόλια παλαιά μαλαματένια, σκουλαρίκια κουκουναριές από μαργαριτάρι και στα χέρια δύο τρία δαχτυλίδια μονόπετρα· η μάννα της, γρηά μικροκάμωτη και στεγνή, με μάλλινο καινούριο φουστάνι, με μαντήλι κλαδωτό στο λαιμό και όμοιο μαύρο μεταξωτό στο κεφάλι.

Ωραία είσαι σαν πνεύμα που δίστασε. Ωραία είσαι σαν τόλμη που γονάτισε. Τα κρίνα των στοχασμών μου δέξου, τα χιλιδόνια των ψαλμών μου άκουσε, Κυρία των Αγγέλων! Καλογεράκι νάμουνα στη rue de Vaugirard.. Απ' την πλατειά πόρτα των μαύρων σεμιναρίων να βγαίνω γοργό, σκυφτό και σεμνόσε ώρα τραγουδημένην από ρωλόγι παληό. Σφιγμένο να είμαι σε ράσο μεταξωτό, κλειδωμένο με ζώνη πλατειά.

Για δείξε μου τι κεντάς αυτού. — Βρίσκουμαι στο τέλος· είπε απλώνοντας το κέντημα στα γόνατά της και παίρνοντας το βελόνι· βιάζομαι να τελειώσω σήμερα. Από δω κι ομπρός ποιος ξέρει τι θ' αρχινήσω. — Μπωμπώ! τι σκούρα κλωστή! έκαμε ο Δημητράκης ανατριχιάζοντας. — Σκούρα ναι· ταιριάζει με την υπόθεση. Και σύγκαιρα το παχουλό χεράκι ερράμφισε το μεταξωτό, σαν άσπρο περιστέρι απάνω στη χλωροσιά.

Και πώς τα χέρια της αδερφής μου κεντούν της χρυσές κλωστές στο άσπρο μεταξωτό. Μα την πίστι, ωραία αδερφή, με το δίκηο σου να σε λένε Ιζόλδη με τ' άσπρα χέρια!». Τότε ο Τριστάνος, ακούγοντας πώς τη λέγανε Ιζόλδη, την εκύτταξε πειο γλυκά, και χαμογελώντας.

Κάθεται πολλή ώρα εκεί και κάτω από το χινοπωριάτικο φως μιλεί με κάποιον, που δεν τον βλέπει κανείς. Λέει του αμαξά, που στέκει κοντά στο μνήμα, να φύγη κι αυτή σκύβει και μαζεύει στο μαντήλι της χώμα από τον τάφο. Έπειτα βγάζει από μια μικρή τσάντα ένα κομάτι μαύρο μεταξωτό παννί, βελόνα, κλωστή και ψαλλίδι. Κόβει το παννί και ράβει ένα μικρό σακκουλάκι.

Την ωρισμένη μέρα, ο Τριστάνος ετοποθετήθη στο μεταξωτό βυσσινί πάπλωμα, και κάθησε να του φορέσουν την πανοπλία του για τη μεγάλη περιπέτεια. Εφόρεσε το θώρακα και την περικεφαλαία από μελανό ατσάλι.

Με το σακκούλι τους κρεμασμένο στον ώμο ο καθένας, μ' ένα κόκκινο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό, κρατημένοι με τα χέρια στους ώμους δυο δυο, τρεις τρεις, μισομεθυσμένοι, μισοσαστισμένοι, τραγουδώντας, φωνάζοντας, σωριάζουνταν στις βάρκες με τα μάτια περίλυπα γυρισμένα προς τη στεριά.