Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025


Έμοιαζε σα να μην είτανε πια δική μας, μα φαινότανε σα να είχε κάτι που ήθελε να μας το πη πριν χωριστή από μας, σα να μην μπορούσε να πεθάνη χωρίς να μας το πη. Είτανε φοβερό να βλέπουμε τον αγώνα της κι ακόμα φοβερότερο να χάσουμε ίσως τα τελευταία λόγια της. Ξαναέσκυψα απάνω της κι απελπισμένος της ψιθύρισα στο αυτί μια παράκληση. Τότε άνοιξε το μάτι της και με κοίταξε κ' εννόησα πως μ' άκουσε.

Τότες του κράζει ο καστανός με τις βρισές Μενέλας «Δεν έχει, Αντίλοχε, κορμί σαν πούσαι εσύ χαμένο! Κουρέβου! Κρίμας γνωστικό π' ως τώρα σε θαρρούσαν. 440 Μα κι' έτσι δίχως όρκο εσύ δεν παίρνεις το βραβείοΕίπε, κι' αμέσως έσκουξε στα ζα του και τους είπε «Καρδιά!

Τους άφινε σε ηλικία και με καλή κληρονομιά. Όχι πως δεν ήταν άλλοι με περισσότερο βιος μέσα στο χωριό. Μα ήταν και πολλοί που λιμάζανε το ψωμάκι. Είχανε χρέη, είχαν και παιδιά. Κακές πληγές και τα δυο. Ενώ οι γιοι του ήταν κι από τα δυο ελεύθεροι. Αληθινά το σπίτι τους ήταν χαμηλό, μικρούτσικο. Δεν είχε παρά τρία δωμάτια και το μαγεριό.

Κι ο Χαγάνος δε θα μας τόκανε τέτοιο κακό! . . . Και μαζί με το Δημητράκη φύγανε από το χτήμα· φύγανε κι από το σπίτι τους. Δε θέλουν να τον ξέρουνε τον Αριστόδημο. Ο Χαγάνος άκουσε προσεχτικά τα λόγια του δούλου του. Έπειτα έβαλε τα γέλοια. — Δεν είνε για ζωή κι αυτός· εσυμπέρανε, δεν είνε για ζωή. Κρίμα στον πατέρα του· μα ένας ήταν κι αυτός. Οι άλλοι ξέπεσμα, ξέπεσμα! δε θέλει λύπηση ...

Πάρε κατόπιν το ποίημα για τον άνθρωπο που βασανίζει τον εαυτό του, άφησε τη λεπτή του μουσική να σταλάξη στο μυαλό σου και να χρωματίση τις σκέψεις σου και θα γίνης για μια στιγμή ό,τι ήταν εκείνος που τόγραψε· μάλιστα όχι μια στιγμή μονάχα, μα πολλές άγονες φεγγαρόλουστες νυχτιές και πολλές στείρες ανήλιες ημέρες κάποι' απελπισία που δεν είναι δική σου θε κτίση τη φωλιά της μέσα σου κ' η ξένη αθλιότης τα σωθικά σου θα τρώη.

Φθάνοντας λοιπόν εις το Μπαγδάτι επήγεν ευθύς εις τον τόπον, όπου εσυνάζουνταν οι πραγματευτάδες μήπως και ιδή εκείνον που εφιλοδώρησεν εις την Μπάσραν, διά να του διηγηθή τες δυστυχίες του· όμως εθλίβη κατά πολλά, που δεν ημπόρεσε να τον ιδή· εγύρισεν όλην την χώραν μα δεν εστάθη τρόπος, που να ημπορέση να τον συναπαντήση.

Ο Κέβης λοιπόν, διακόψας τον λόγον, είπε: Μα τον Δία, Σώκρατες, καλά βέβαια έκαμες να μου το ενθυμίσης.

Τον αδερφό της, τον πατέρα της Σμαραγδούλας, τον αγαπούσε πολύ, μα δε μπόρεσε να του συχωρέση πως πήρε μια ξένη, μια περίφανη, μια πεισματάρα, που ό,τι έλεγε, έπρεπε να γίνεται. Μα είχε δελεάση τον αδερφό της με την ξεχωριστή ευμορφιά της. Τώρα τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς δεν ζούνε πλιο και η γρηά θεία αφωσιώθηκε στην ανεψιά της: ήταν το καμάρι της, το είδωλό της.

Θα σ' έχω στην αγκαλιά μου. Θα πούμε τόσα πράματα. .. Δεν είπες πως έχεις να μου πης τόσα πράματα; ΔΩΡΑΝαι, Νίκο μου. Σαν είμαι μοναχή μου συλλογίζομαι τόσα πράματα να σου πω. Μα σαν είμαι μαζί σου δεν μπορώ πια να τα πω, δεν έχω το θάρρος. ΝΙΚΟΣΤώρα θα ιδής πως θα μου τα πης όλα. Κ' εγώ θα σου τα πω. Θα πούμε τόσα πράματα. Να ιδής, τι ωραία που θα είναι. Έλα, χρυσό μου. Έρχομαι.

Το κυματάκι, ξεψυχισμένο, έσπρωχνε ολοένα πρίμα κι απαλά το ξυλιασμένο κορμί κατά το πέλαγο, σα μονόξυλο που ταξίδευε δίχως κουπιά και καπετάνιο, μα που είχε βαλμένη τη ρότα του και τραβούσε ήσυχα και στοχαστικά το δρόμο του. Απ' τη βάρκα δεν αργήσανε να τον απεικάσουν, με όλο που δεν είχε φέξει ακόμα καλά-καλά και μια πηχτή παταχνιά σκέπαζε ολόγυρα στερηές και θάλασσες.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν