Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Και το κοντάρι του περνάει τη φωτοβόλα ασπίδα, και μες στα μαστροδούλεφτα τού χώνεται τσαπράζα, και το σκουτί ίσα εκεί κοντά του σκίζει στο λαγγόνι· μά 'γυρε αφτός και σώθηκε απ' τον πικρό το χάρο. 360 Τότε ο Μενέλας βγάζοντας τη σπάθα, τη σηκώνει και μια του ζάφτει εκεί σπαθιά στου κράνου του το γρόμπο· μα τ' αργυρόκαρφο σπαθί τσακίστη απά στο γρόμπο σε τριά σε τέσσερα, κι' εφτύς του ξέπεσε απ' τα χέρια.
Σφαλιέται λοιπό μες στο καλύβι της, κι αρχινάει και ξεσκονίζει ανέμες, ρόκες, αδράχτια, μαγκάνους. Είχε κ' η γριούλα κάτι δικά της να νοιαστή. Περνώντας κι αυτή καλή μαγείρισσα — και ποια νησιώτισσα δε γεννήθηκε με τη μασιά και με τη σκάρα στο χέρι! — αφίνει τα γουρουνάκια και τις όρνιθες στην τύχη τους, και καταπιάνεται τα πιο απόβαθα μυστήρια της παινεμένης της τέχνης.
«Ύστερα μώλεγε κρυφά να σου ζητώ τη χάρη Να μ' αξιώσης μια φορά ένα σπαθί να ζώσω Και να μην έρθη ο θάνατος να μ' εύρη, να με πάρη Πριν πολεμήσω ελεύθερος, για σε πριν το ματώσω. Πατέρα παντοδύναμε! Άκουσες την ευχή μου Μου φύτεψες μες την καρδιά, αγάπη, πίστη, ελπίδα, Έδωκες μιαν αχτίδα σου, αθέρα στο σπαθί μου Και μούπες, τώρα πέθανε για με, για την πατρίδα.» »Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου!
Ίσως έλεγε μέσα του: «Τι ήθελα, τι γύρευα εγώ να του πω τέτοια πράμματα να τον δειλιάσω;... Αυτός είνε έτοιμος... αφορμή εγύρευε να μείνη μες τη μέση... και να κάμη Ανάστασι στον άγιο Χαράλαμπο».
Τρίτος τ' Ατριά σηκώθη ο γιος, ο καστανός Μενέλας, του Δία θρέμμα, κι' έζεψε διο γλήγορα άλογά του, τον Πόδαργο, δικό του ζω, και τ' αδερφού την Αίθα, 295 που ο Χέπωλος την έδωκε του βασιλιά Αγαμέμνου ροσφέτι, τι ήθελε στην Τρία μαζί του να μη σύρει, παρά στον τόπο του έτσι αφτού να μείνει, και το βιος του να χαίρεται που τούδωκε χουφτιές τα πλούτη ο Δίας, μες στη Σικιώνα που πλατιά στολίζουν χοροστάσα· αφτή έζεβε ενώ ακράτητη να τρέξει λαχταρούσε. 300
Πότε πότε έσκυβε λίγο, έβλεπε τα πόδια της, μεγάλα και ωχρά, να κινούνται μες στο νερό, έβγαζε πότε το ένα και πότε το άλλο και ξεκολλούσε πάνω από το βρεγμένο πόδι ένα μαύρο, γυαλιστερό βώλο που είχε κολλήσει εκεί και τον έβαζε μέσα στην μποτίλια σπρώχνοντάς τον με ένα βούρλο. Ο βώλος ξεδιπλωνόταν, στένευε, έπαιρνε τη μορφή μαύρου δαχτυλιδιού: ήταν μια βδέλλα.
Έτσι είπε, και την άκουσε η κρουσταλλόκορφη Ήρα, και πάει ευτύς και συγυρνάει τα χρυσοστέφανα άτια, η Ήρα η αρχιθέαινα, του Κρόνου η θυγατέρα. Και μες στου Δία η Αθηνά το γονικό παλάτι χάμου αμολάει στο πάτωμα τ' αφράτο φόρεμά της, 385 ξομπλιό σκουτί, που κέντησε μονάχη μ' επιστήμη, και τα τσαπράζα βάζοντας του Συγνεφοσυνάχτη φορούσε τ' άρματα να βγει στη δακροδότρα μάχη.
— Στη Σκάλα της Παραμυθιάς, μες τον ανήφορο, π' ανέβαινα με τα φορτώματά μου, τον ηύρα μπροστά μου το βουρκόλακκα. Πάαινε καβάλα στάλογό του για τα Γιάννινα κι αυτός. Είχε πέσ' η κάψα.
— Α! να την, η Βασίλισσα, τώρα τη βλέπω! λέει ο Καερδέν. — Ε! όχι! είναι η Βραγγίνα η Πιστή, λέει ο Τριστάνος». Αλλά τότε ο δρόμος έλαμψε με μιας, σα να ξεχείλισε ξαφνικά το φως του ήλιου μέσ' από τα φυλλώματα των μεγάλων δέντρων: η Ιζόλδη η Ξανθή παρουσιάστηκε! Ο Δούκας Αντρέ — ο Θεός να τον τιμωρήση! — εκάλπαζε δεξιά της.
Δική της ήτον η φωνή που άκουσε η Λιόλια μες τον ύπνο της ή της Βεργινίας πούχε κατεβή από το κρεββάτι της κ' είχε ανοίξει σιγαλά την ακκουμπησμένη πόρτα ; Παναγία μου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν