Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Μαΐου 2025
Λοιπόν ακόμη πρόσμενε· μη φύγης από τώρα. ΡΩΜΑΙΟΣ Ας μη προφθάσω να σωθώ, ας μ' εύρουν, ας με σφάξουν! Αφού εσύ μου το ζητείς, εμένα δεν με μέλει! 'ματιά δεν είναι της Αυγής εκείνη η ασπρίλα· είν' αντανάκλασις αχνή, που χύνει της Σελήνης το μέτωπον και ούτ' αυτό κορυδαλός δεν είναι, οπού ‘ς τον θόλον τ’ ουρανού επάνω μας βουίζει. Εδώ να μείνω λαχταρώ να φύγω δεν το θέλω.
Και πώς περνώ τη μοναξά μου; Μπροστά στα μάτια σου, που δεν είναι τίποτ' άλλο από μια ζωγραφιά και μια ανάμνηση.,, Αχ ας μπορούσα να σέχω τώρα εδώ κοντά μου, κοντά στο άπειρο της γαλήνης τ' ουρανού και της θάλασσας! Και νάξερες πόσο το ωραίο αυτό κάντρο της φύσης μ' έχει πια κουράσει! Πώς περνούνε έτσι οι μέρες μου και πώς θα περάσουν ακόμα!
Συ όμως όποια κι' αν είσαι μάθε το. Μοιάζεις πολύ μ' εκείνην, έχεις το ίδιο ανάστημα και την μορφή την ίδια της άμοιρης Αλκήστιδος. Αλλοίμονο, λυπήσου και πάρτην απ' τα μάτια μου να μην την βλέπω, εμπρός μου. Είν' αρκετή η οδύνη μου, μη μου προσθέτεις κι' άλλην. την βλέπω και μου φαίνεται πως βλέπω την δική μου, και μου ραγίζεται η καρδιά και τρέχουνε τα μάτια ποτάμι. Ω τι άτυχος που είμαι!
Όμως τα μάτια του παρακολουθούσαν τη μητέρα κι όταν εκείνη έβγαινε όξω για να είναι μόνη, όπως το έκανε συχνά, όταν αιστανότανε πως δεν μπορούσε να μας κοιτάζη περσότερο και να μας μιλή, τότε ο Ούλοφ συνήθιζε να πηγαίνη σιγά στην πόρτα και να στέκη ώρα εκεί και νακροάζεται.
Μα όταν στο τέλος ένοιωσεν ο μαύρος τους αθλίους του γάμους, τον πόνο του δε βάσταξε και στη μανία της καρδιάς του διπλά έκαμε κακά· με το πατρόκτονό του χέρι τα μάτια του έχυσε σπηρουνιαστά.
Αυτός ο νεοκοσμίτης είχε καταφέρει ύστερα από πολλές μελέταις και δοκιμές, να κλείση ταις ηλιακές αχτίδες μέσα εις μπουκαλάκια, που μοιάζανε μικρά αχλάδια, τόσον όμως φωτερά που ο βασιληάς και όλοι οι αυλικοί εθαμπώθηκαν και ανοιγόκλειαν τα μάτια, ωσάν νυχτερίδες που επλάκωσεν ο πρωινός ήλιος, πριν προφθάσουν να χωθούν εις τη σπηλιά τους.
Ό ήλιος έγερνε στη δύση και γύρω στάλαζε ένα κλάμα. Δεν ήταν τ' άστρα που μπροστά μου σκορπίστηκαν διαμάντια χύμα, ήταν τα μάτια σου—χαρά μου. Γοργά μας πήγαινε το κύμα— Δες η αυγή το φως της κάνει στην κόμη σου χρυσό στεφάνι! Από τα μάτια σου είναι η μέρα που χύνεται μες στον αέρα. Στα πράσινα νερά γκρεμίζει πύργους το κύμα, πύργους χτίζει, στη θάλασσα δε φαίνεται άκρη.
ΠΟΛΩΝΙΟΣ Ιδέ, αν δεν άλλαξε η θωριά του, αν δεν έχει δάκρυα εις τα μάτια! Παρακαλώ, παύσε. ΑΜΛΕΤΟΣ Πολύ καλά· 'ς ολίγο θα μου εκφωνήσης το τέλος. — Κύριέ μου, θα λάβης την καλοσύνην να διορίσης να γίνη καλή περιποίησις εις τους ηθοποιούς.
Τα πρώτα πράγματα, που είδαν, ήτανε η γριά κ' η Κυνεγόνδη, που απλώνανε πετσέτες στα σκοινιά να στεγνώσουνε. Ο βαρώνος κιτρίνισε, σαν τις είδε. Ο τρυφερός ερωτευμένος Αγαθούλης, σαν είδε την ωραία του Κυνεγόνδη μαυρισμένη, με τα μάτια βαθουλωμένα, το στήθος πεσμένο, τα μάγουλα ζαρωμένα, τα χέρια κόκκινα και ροζωμένα, πισωδρόμησε τρία βήματα, όλος φρίκη, και προχώρησε κατόπι με καλωσύνη.
Και όταν μιλούσε για τη Ζωή, οι πιο δυστυχισμένοι λαχταρούσαν να ζήσουν, κι' όταν μιλούσε για το Θάνατο, οι πιο ευτυχισμένοι τον αποζητούσαν, κι' όταν μιλούσε για την Αγάπη, τα ξερά κλαδιά πετούσανε νέα φύτρα . . . Αυτά έλεγε ο χωριανός. Και ύστερα είπε ακόμα, με τα δάκρυα στα μάτια, τη δική του τη συμφορά και την αμαρτία του. Σαν έτυχε στην ξένη πολιτεία, πήγε κι' αυτός να ιδή τον ωραίο Προφήτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν