United States or Germany ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήθελε να τους διώξουν από το γάμο· να μη δεχθούν ούτε αυτούς ούτε τα δώρα τους. — Αυτοί, μωρέ παιδί μου, δεν ήρθαν γι' άλλο παρά να μας εξευτελίσουν έλεγε θυμωμένος. — Κάτσε ήσυχος, κάτσε ήσυχος, μωρ' αδερφέ, που θα διώξουμε τον κόσμο! τούλεγε ο Δημητράκης. Ταχυά και μεις τους τ' αποδίνουμε. Τυχερό εκείνη την ώρα πλάκωσε κι ο Αλαμάνος κι έτσι κόπηκε η φιλονεικία τους.

Θα ξαναφέρω τη ζωή μου εκεί που παραστράτησε. Θα ξαναδέσω μια κλωστή που κόπηκε. Το τέλος της ζωής μου θέλω να το ξανακάνω ώμορφο, όπως ήταν η αρχή της. Σου τώπα πολλές φορές. Αυτό είναι τ' όνειρό μου. ΜΙΣΤΡΑΣΜε τα λόγια, μάτια μου, κάνει ανώγεια και κατώγεια κανένας. ΦΛΕΡΗΣΤα λόγια θα γίνουν πραγματικότητα αυτή τη φορά. Η Βέρα θα γίνη γυναίκα μου. Η Δώρα θα βρη τη φυσική της μητέρα.

Πόσες άνοιξες πέρασαν και πόσες θα περάσουν ακόμα όμορφες σαν τότε, και συ δε θάρθης πια στο κάλεσμα της ψυχής μου. Στον Δ. Κακλαμάνον Η ζωηρή κουβέντα για τα πολιτικά του τόπου κόπηκε ξαφνικά.

— Η μάνα μου θέλει να μείνω ώστε να φτάσουν η μέρες να πάω στη χώρα· μα γω θα γιαγείρω μος περάση τση Παναγίας. Μα μπορώ ναργήσω, που θα σου φέρνω την υγειά σου; Στην τελευταία λέξη κόπηκε η φωνή μου και το Βαγγελιό ψιθύρισε τρομαγμένη: — Ω Χριστέ μου! Μια φωνή γυναίκας, βραχνή από θυμό, είχε φωνάξει από το δρόμο: — Γιώργη!

Φανταστήτε τι είναι, μια γλώσσα να ζη τόσους αιώνες και να μιλιέται τρεις χιλιάδες χρόνια και παραπάνω! Ίσως είναι μεγαλήτερη δόξα, παρά να την έχη κανείς μόνο γραμμένη στα βιβλία. Κι ωςτόσο είναι αλήθεια. Δεν κόπηκε η σειρά. Ο λαός πάντα σώζει και βαστά την παράδοση την αρχαία.

Τότε, άξαφνα, την επήρε το παράπονο, κόπηκε η καρδιά της, κι' άρχισε να χύνη τόσα δάκρυα απ' τα μάτια της, ως να είχε μέσα της ολάκερη στέρνα βουλλωμένη, που δεν είχε δουλευτή ποτέ, και τώρα μόνο άρχισε να ξεχειλίζη.

Από την ώρα που με το πέσιμό της μου κόπηκε ξαφνικά το τρυφερό τραγούδι στη μέση, δεν ξαναμούρθε ευθυμία. Μια σκυθρωπάδα μ' εβάρυνε, τρανή σαν τον Πίνδο που θ' ανεβαίναμε σ' ολίγο. Ούτε τραγούδι πλια από τότες, ούτε γέλοιο, ούτε ζωηρό λόγο, ούτε μιλιά.

Θάγλεπες τότες συφορά, δουλιές που θ' απορούσες, 130 και σαν αρνιά θα κλείνουνταν οι Τρώες μες στο κάστρο, μα εφτύς τους είδε των θεών κι' αθρώπωνε ο πατέρας, κι' αστραφτομπουμπουνίζοντας τινάζει φλογισμένο αστροπελέκι κάτου, ομπρός στα ζώα του Διομήδη· κι' η φλόγα πήδησε σκιαχτή απ' το καμένο θιάφι. 135 Κάπου απ' τ' αμάξι τ' άλογα ζαρώσανε απ' το φόβο, τούπεσε κι' οχ τα δάχτυλα του γέρου τ' ώριο γκέμιτου κόπηκε η καρδιά μαθέςκαι του Διομήδη τούπε «Διομήδη, γύρνα τ' άλογα και δρόμο ξαναπίσω! μηγάρ βοήθια δε νογάς πως δε μας στέργει ο Δίας; 140 Τώρα σ' αφτόν του Κρόνου ο γιος χαρίζει κάθε δόξα σήμερα· απέ ύστερα κι' εμάς, αν θέλει, θα μας δώκει.

Κι' ο Αγαμέμνος πρώτος χοίμηξε, κι' άντρα στρατηγό, το Βιάνορα σκοτώνει, κι' αφτόν και βλάμη του έπειτα, τον αλογάρη Οιλέα. Τι πήδηξε οχ τ' αμάξι αφτός ναν τόνε πολεμήσει, μα ίσα ενώ ορμούσε, τούμπηξε στο κούτελό του τ' όπλο, 95 κι' η χάλκινη περκεφαλιά το κοφτερό κοντάρι δεν τ' αμποδάει, μον διάβηκε και κράνος και κεφάλι, και λιώμα τούγινε ο μιαλός μες στο κεφάλι του όλος. Έτσι η ορμή του κόπηκε.

Μα τώρα που δεν έμενε πια τίποτε, τίποτε απ' όλα εκείνα που είτανε μια φορά δικά της, τώρα της φαινότανε πως κόπηκε ο κρίκος που την έδενε με τη ζωή την ίδια. Έμεινα άφωνος εμπρός στο απελπισμένο ξέσπασμά της κ' εννοούσα μόνο πως είχα να κάνω με μια από κείνες τις φαντασιοπληξίες ή τα όνειρα, που για έναν άνθρωπο με έντονη συναισθηματική ζωή έχουν μεγαλήτερη σπουδαιότητα παρότι η ίδια η ζωή.