Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουλίου 2025
— Πέντε χρόνια, που λες! Στράγγισα στα πόδια μου. Ανήμερα τα Φώτα ήτανε, που μου μπήκε ο διάολος μέσα μου Βγήκε απ' τα νερά και μου μπήκε μέσα στα σωθικά μου. Γύριζα από ταξίδι. Τραβούσα το δρόμο κατά το σπίτι. Ζούσε ακόμα η συχωρεμένη η μάννα μου. Εκεί κατά το μαχαλά μας βλέπω κάτι κορίτσια στην πόρτα. Ποιος γύριζε να κυττάξη; Χορτασμένο το μάτι μας από τέτοια πράμματα.
Μα είπα κ' εγώ στα κορίτσια: «άστε, μην ανακατευόσαστε στου άλλου το διάφορο· εδώ είναι περί ζωή και θάνατο βλέπεις: νάχης έπειτα και την ευθύνη!. . .» -Και βέβαια είναι πολύ λεπτότατα πράγματα αυτά-αχνολάλησε η Δεσποινίς Μπιμπίκα. -Και τι έχει, Κυρ Γιατρέ μου, η Βεργινούλα μας;-συλλογίστηκε τώρα μόλις να ρωτήση η γριά-καμμιά λιγοθυμιά πάλι.
— Καθώς μου βαρείς χορεύω, καπετάν Βασίλη. Τι θέλεις να σου ειπώ; Μου μιλάς για παντρειά σαν να θέλης να σηκώσω ένα σακκί στον ώμο. Καλά, το εσήκωσα· κ’ έπειτα; Να σου ξεμολογηθώ λοιπόν σαν πατέρα μου· νέτα — σκέτα. Όρεξι δεν έχω να ζήσω πια· Δεν ξέρω γιατί· μα δεν έχω. Γνωρίζεις πως εδούλεψα από τα μικρά μου χρόνια. Όσο είχα εμπρός μου εκείνα τα κορίτσια ήθελα να ζήσω και να δουλέψω.
Και τι λυκοφαμελιά να πης; Οχτώ κορίτσια, με συμπάθειο, τα δικά του μοναχά, άλλα δύο τ' αδερφού του, τη νύφη του, την πεθερά του, και τη συμπεθέρα του. Δε τόφτανε αυτό το μπλούκι, χήρεψε την περασμένη άνοιξη η πρώτη θυγατέρα του, και του κουβαλήθηκε κι αυτή. Από κακό σε κακό. Δεν ήξερε τι να πη.
Μα ένας του τζοχαντάρης, όντας εναντίας γνώμης είπε με τούτον τον τρόπον· μένω πολλά θαυμασμένος εις το να βλέπω ανθρώπους στοχαστικούς και φρονίμους να πιστεύουν εις μίαν διήγησιν έτσι μυθώδη, και να πιστεύουν ότι ο μέγας προφήτης μας θα καταδεχθή να έλθη να γυρέψη γυναίκα επάνω εις την γην, εις καιρόν που αυτός εις τους ουρανούς είνε περιτριγυρισμένος από τα πλέον ωραιότατα κορίτσια του παραδείσου, που δεν διαβαίνουν τους δεκαπέντε χρόνους, και που πάντα εις αυτήν την ηλικίαν στέκονται.
Αι σταφυλαί δεν είχον σχηματισθή ακόμη τελείως. — Αύριον θα θειαφίσωμε, κορίτσια, εφώνησεν η θειά-Ζωίτσα από το μέσον της αμπέλου, μόλις διακρινομένης της θέσεως εν η ίστατο η κοντούλα γραία, εκ της ελαφράς κινήσεως των βλαστών. — Να! άρχισεν η χολέρα! εφώνησε πάλιν η γραία επιθεωρούσα έν προς έν τα κλήματα μετά στοργής μητρός θωπευούσης τα νεογνά της. Αλλ' αι δύο θυγατέρες δεν ήκουσαν.
ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ξαίρω κ' εγώ πολύ καλά, κυρία μου, τι θέλετε να 'πήτε και ξαίρω επίσης και πόσο καλή είστε σε μένα· μα οι συμβουλές σας πιθανόν να μην είνε τόσο εύκολο να εκτελεσθούν. ΜΠΕΛΙΝΑ Τα φρόνιμα και ηθικά κορίτσια όπως είσαι συ έπαψαν πλέον, φαίνεται, να υποτάσσωνται στη θέλησι του πατέρα των. Αυτό το συνήθιζαν άλλοτε.
Αυτή του έδιδε την μόνην λογικήν και την μόνην πρέπουσαν απάντησιν «Εσύ μονάχα έχεις κορίτσια, μάστορη; Ο άλλος κόσμος δεν έχουν;» Ή, αν δεν κατώρθωνε να τα λάβη η ιδία από τον αρχιναυπηγόν, η Γιαννού τα ήρπαζε, «σα χωρατά, σαν αλήθεια», από τας χείρας του συζύγου της, αφού εφρόντιζε πρώτον να τον «καλοκαρδίση» και να τον φέρη εις την κατάλληλον ψυχολογικήν θέσιν.
Έτσι παντρεύουν τόρα τα κορίτσια στο χωριό; Μια νύχτα μονάχα θα κρατή η χαρά κ' η ευτυχία του γάμου; Έτσι βιαστικά θα χωρίζουνται τα κορίτσια από την αγκαλιά των γονιών τους; Μήτε χαρές πια, μήτε γάμοι, μήτε χοροί, μήτε μεθύσια, μήτε κοσμοχαλασιά, μήτε θόρυβος; Πάει και το ξεπροβόδισμα της νύφης με τα όμορφα νυφιάτικά της, καβάλλα σε ψαρή άλογο, με τις καβάλλες των παληκαριών του συμπεθερικού, της λεβεντιάς, με τις άσπρες φουστανέλλες και τις χρυσές φέρμπελες; Πόσο άλλαξαν τα πράμματα· να φεύγουν οι νυφάδες νύχτα νύχτα σαν φαντάσματα, σα δολοφόνοι, κατάμονοι!
Είχε αποστάση ο χωρικός μέσα στον ήλιο και περίμενε τη γυναίκα του, τα παιδιά του, και τα κορίτσια του ν' αφήσουν τον τρύγο για να ξεμεσημεριάσουν για να φάνε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν