Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Ιουλίου 2025
Είπομεν πόσου σεβασμού αντικείμενον ήτο και πόσης αγάπης το σεμνόν Κοινόβιον της νήσου, το γηροκομείον και πτωχοτροφείον αυτής. Και είτα προσέθηκε μετά τινος πικρίας. — Αρί-σείς, κορίτσια, είνε αλήθεια πως σας δώσανε συνδρομή από το Μοναστήρι και από την Δημαρχία;
— Τη μάγεψες, Λαλεμήτρο, τη γουστερίτσα, τούλεγαν τα κορίτσια της γειτονιάς. Θέλεις να σου κάνουμε τις προξενειές; Και ξεκαρδίζονταν στα γέλια. — Ε! τι να κάνωμε, κορίτσια; έλεγε ο Λαλεμήτρος. Της λέω καμμιά ιστορία να κάνη χάζι. Σκαλίζω και το περιβολάκι, ποτίζω και τα δενδράκια.
Μόνον να τι είνε· τα φτωχά κορίτσια δεν τ' αγαπούν παρά όπως αγαπούν τα λούλουδα, για να τα μυρισθούν μια, κ' ύστερα να τ' αφήσουν να μαραθούν, ή να τα μαδήσουν· κ' εγώ δεν ήμουν καμμιά μεγαλοπροικούσα, βλέπεις, για να με αγαπήσουν, και να με στεφανωθούν &εμπομπή και παρατάξει&, μ' επισημότητα, ή και να με κλέψουν και να με στεφανωθούν κρυφά μ' έναν παπά, βέβαιοι πως οι γονείς, εις όλο το ύστερο, θ' αναγκασθούν σα σκασμένοι να δώσουν την προίκα... Γι' αυτό δεν ευρέθηκε άλλος απ' τον μπάρμπα-Μοναχάκη να με ζητήση.
Είναι, φαίνεται, κορίτσια καλής τάξης και τούτη η περιπέτεια μπορεί να μας δώση μεγάλα ωφελήματα σ' αυτό τον τόπο. Ήθελε να εξακολουθήση, μα η γλώσσα του πιάστηκε, άμα είδε τα δυο κορίτσια ν' αγκαλιάζουνε τρυφερά τις δυο μαϊμούδες, να ξεσπούνε σε κλάματα πάνω στα σώματά τους και να γεμίζουνε τον αέρα από τα πιο πονεμένα ξεφωνητά.
— Αρί-σείς, κορίτσια, δος τε μου κ' εμένα δυο φ'λλάκια πλειο. Αρί-σείς θα ψουφίσ' 'κεινουδά του καματερό. Νεάνις τις, φορτωθείσα τον σάκκον μετά της νεαζούσης εκείνης προθυμίας και ορμής, την ετσαλαπάτησε την γραίαν ολολύζουσαν. Αλλ' αυτη ηγέρθη πάλιν και απετείνετο προ άλλην τώρα νεανίδα. — Αρί-σείς, κορίτσια, δυο φ'λλάκια πλειο.
Απ' εκεί σωροί, σωροί από γυναίκες, και κορίτσια, τους έσφιγγαν στην αγκαλιά τους, τους έβρεχαν με τα δάκρια τους, τους χαμογελούσαν τους έδιναν παραγγελιές κι ορμήνιες φιλιά και πάλι φιλιά.
Εκειδά ήταν γυναίκες και εκειδά εγινόντανε αηδόνια. Εκειδά ήτανε κορίτσια και εκειδά γινόντανε άγγελοι με χρυσά μαλλιά και με χρυσές φτερούγιες. — Τι λες, Μα; διέκοπτον αι θυγατέρες της. — Ναι, επανελάμβανεν η μήτηρ. Τες βλέπανε οι άνθρωποι έξαφνα και τους έπαιρναν τη μιλιά! Από μερικούς έπαιρναν και τα μυαλά! — Τι λες, Μα; διέκοπτον πάλιν γελώσαι αι εύμορφοι θυγατέρες της Γερακούλας.
— Τι θέλετ' εδώ; έκραξε με αυστηρότητα η Ευανθία. Γλήγορα στα θρανία σας... στας θέσεις σας! Έδραξε την βέργαν, κ' εφοβέρισε τας μαθητρίας. Η γραία Μονεβασιά, η μητέρα της δευτέρας δασκάλας, συνέπλεξε τας χείρας, κ' έκραξε· — Τώρα, τι να κάνουμε! τ' ήταν αυτό;... Μη λες πουλάκι, μ', πως το είχες παραγγελιά, για να μάθης τα κορίτσια κατά πώς είμαστε φτιασμένοι, ούλα τα πάντα.
Μπορεί να τονε στέλνει μια μέρα με καμάρι και με περηφάνεια εκεί που ποτίζεται η γης από αίμα, και φυτρώνουν έθνη. Ένα κακό, που άλλες δασκάλισσες από τις μαννάδες ο τόπος δεν έχει! Βρήκανε μια στα παλιά τα χρόνια οι καλοί χωριανοί. Από την Ελλάδα τη φέρανε. Μελπομένη τη λέγανε. Χίλιες μόδες έφερε μαζί της, ξελάγιασε τα κορίτσια, χάλασε και την ομορφιά τους.
Η μητέρα της, η Γαληνιώ, ήτον αδελφή του Στέλιου. Η Ζωγράφω, η μάνα της Γαληνιώς, είχεν ένα υιόν, ύστερα είχε κάμει κατά σειράν πέντε κορίτσια, εκ των οποίων τα δύο είχον κατέλθει νήπια εις τα βασίλεια της νύμφης του Πλούτωνος, τα δε τρία εζούσαν· τελευταίον έτεκεν, ως γεροντόπαιδον τάχα, αν και νέα ακόμη, τον Στέλιον, περί ου ο λόγος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν