Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025
Έπειτα ανέβη κατά το Τινταγκέλ. Στο πέρασμά του, τα ελευθερωμένα παιδιά τον εχαιρέτιζαν με μεγάλες κραυγές κινώντας πράσινα κλαδιά, κι' από τα παράθυρα έβγαιναν η γυναίκες.
Μέσα 'ς τα φύλλα τα πυκνά, Αρχίνησε γλυκά, γλυκά. Κι' αρμονικά να ψάλλη. 'Σ το λάλημα του αηδονιού Ξυπνάει λαχταρισμένη Η κόρη. Γύρω, 'ςτά κλαδιά, Κυτάει, και μες απ' την καρδιά Έν «Αχ!..» βαρύ της βγαίνει. « Αχ!.. Τι τρομάρα 'φώναξε » Τι όνειρο που είδα!... «'Σ τη βρύσι πήγαινα νερό » Να πάρω 'λίγο, δροσερό· » Και 'πήγαινα μ' ελπίδα»
Αντήχουν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνόμεναι από τας ήχους, κραυγαί αγωνίας και ταραχής, όμοιαι μ' εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι ή ναυαγοί σαστισμένοι. Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδία είχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Άλλο μέσον βοηθείας δεν είχον ταχύ.
Όπου πατούν τα πόδια της τα λούλουδα ανασαίνουν, Κ' εκείνοι οι μοσχοανασασμοί μυρώνουνε τ' αγέρια, Όπου πετούν ανάλαφρα και την φιλούν 'ςτό στόμα. Όπου περνά, γλυκά-γλυκά την χαιρετά τ' αηδόνι Κρυμμένο μέσα 'ςτά κλαδιά, την χαιρετά τ' αυλάκι, Την χαιρετά ο πιστικός 'ςτή λυγερή φλογέρα, Την χαιρετά κι' όποιος πονεί και ξαγρυπνά για αγάπη. — Πάρετε, απόσκια, πάρετε, να πάψη το 'λιοπύρι.
Και τα πουλιά που κελαϊδούν λες και την χαιρετούνε, Τα δέντρα που φουρφουλογούν 'ςτής χαραυγής τ' αγέρι, Λες και ξυπνούν, ξαφνίζονται 'ςτής λυγερής το διάβα, Κι' αναμερώντας τα κλαδιά τώνα ρωτάει τ' άλλα Ρωτάει ο γράβος το φτελιά, ο πεύκος το πλατάνι, Το κυπαρίσσι τη ιτιά, κ' η λυγαριά τη δάφνη: — Ποια νάν' εκείνη που περνά, μη νάν' καμμιά Νεράιδα;
Και όταν μιλούσε για τη Ζωή, οι πιο δυστυχισμένοι λαχταρούσαν να ζήσουν, κι' όταν μιλούσε για το Θάνατο, οι πιο ευτυχισμένοι τον αποζητούσαν, κι' όταν μιλούσε για την Αγάπη, τα ξερά κλαδιά πετούσανε νέα φύτρα . . . Αυτά έλεγε ο χωριανός. Και ύστερα είπε ακόμα, με τα δάκρυα στα μάτια, τη δική του τη συμφορά και την αμαρτία του. Σαν έτυχε στην ξένη πολιτεία, πήγε κι' αυτός να ιδή τον ωραίο Προφήτη.
Έπειτα ήλθεν ο χειμών, συγχρόνως ήρχισαν τα κεσσάτια. Έκαμε χιόνια πολλά εκείνην την χρονιάν, βαρυχειμωνιά· τα χιόνια δεν επρόφθασαν να λυώσουν, και άλλα χιόνια τα εσκέπαζαν. Έπειτα επήλθε δυστυχία, στέρησις· ύστερον αρρώστησεν ο Στέλιος, το χαϊδεμένον παιδί της Ζουγράφως. Η πολυβασανισμένη γυνή εμάζευε ξύλα απ' εδώ, κλαδιά απ' εκεί· εζήτει από της γειτόνισσες διάφορα βοηθήματα.
Μόλις έλαβον καιρόν η γενειαίς της να στολίσουν την νύμφην. Τόσα καλούδια, τόσα πανωπροίκια. Είχε κεντήσει η ιδία τον ήλιον και το φεγγάρι εις τα μανίκια του μεταξωτού άλικου υποκαμίσου της. Εις την σκούφιαν της πάλιν είχε κεντήσει μεγάλην γάστραν με λουλούδια και με κλαδιά. Και εις την τραχηλιάν της είχε κεντήσει, διάφοραις κλάραις.
Κυττάζει και βλέπει υψηλά επάνω εις τα κλαδιά κρεμασμένο το καλαθάκι της. Και η γη κάτω είχε σκεπασθή όλη από κάστανα. Εγέμισε το μεγάλο της καλάθι, εγέμισε την ποδιάν της και επήρε της όρνιθες εις το χέρι Δεν ήτο πλέον μακράν από το σπίτι· η θάλασσα εγυάλιζε πλησίον και διέκρινε τώρα εις την ακροθαλασσιάν την καλύβα της.
Δέντρα πυκνά κι' ανύπαρκτα να καταπρασινίζουν, κι' αντί καρπών να κρέμωνται μετζήτια 'στα κλαδιά, να τα κουνώ σιγά σιγά, οι κλώνοι να λυγίζουν, και να κυλούν τα τάλληρα σε ανοικτή ποδιά. Με άρματα Φαέθοντος να σχίζω τον αιθέρα, ο νους μου να εξίσταται, ν' αλλοφρονή, να φρίττη, και τέλος από τα 'ψηλά να πέσω μια ημέρα σαν ένας αερόλιθος . . . μες 'στου Δρομοκαΐτη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν