Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Ιουνίου 2025


Κ' εφαντάζετο ότι έφευγε το υπόγειον και την ειρκτήν, και η ειρκτή και η Κόλασις ήτο μέσα της. Ώρα ήτον ως δύο μετά τα μεσάνυκτα, νυξ ασέληνος αστροφεγγής. Αρχάς Μαΐου, δευτέραν εβδομάδα μετά όψιμον Πάσχα. Η εξοχή ευωδίαζεν, η αύρα εμυροβόλει. Ολίγα άγρυπνα πουλάκια έμελπον το όρθριον επάνω εις τα κλαδιά.

Και δεν κελάδησαν πουλιά, δεν άνθισαν οι κλάδοι, γλυκόπνοη της άνοιξης δε σκόρπισε η ευωδιά, ήταν φθινοπωριάτικο στο πέρασμά σου βράδυ, και μόνο τ' άυλα ρόδα του κρεμούσαν στα κλαδιά. Και παίξαν και στην κόμη σου κρεμάσαν ολογύρα, κι ήταν από τα μάτια σου σα να έσταζε το φως· και πέρασες, δε στάθηκες· μα στην ψυχή μου πήρα ό τι στην ώρα ο πόθος της λαχτάρησε κρυφός.

Θέλω η βρυσούλα, η ρεμματιά, παλιές γλυκιές μου αγάπες, Να μου προσφέρνουν γιατρικό τ' αθάνατα νερά τους, Θέλω του λόγγου τα πουλιά με τον κελαϊδισμό τους Να με κοιμίζουν το βραδύ, να με ζυπνούν το τάχυ, Και θέλω νάχω στρώμα μου νάχω και σκέπασμά μου Το καλοκαίρι τα κλαδιά και τον χειμώ τα χιόνια.

Ο κυνηγός της έδωκε το δίφραγκο και εκινήθηκε προς την Ανατολή, ο σκύλος όμως δεν ήθελε να φύγη· επεισμάτωσε να μυρίζεται τα κλαδιά, ν' αλυχτά και να δείχνη τα φοβερά του δόντια.

Και, συχνά, πολυάριθμα πουλιά, τραβηγμένα από τη φωνή του, κελαδούσαν απάνω στα κλαδιά της καλύβας, με το λαιμό φουσκωμένο, τα τραγούδια τους, — μέσα στο φως. Οι εραστές έπαψαν πεια να γυρίζουν εδώ κ' εκεί μέσα στο δάσος. Γιατί κανείς από τους βαρώνους δεν τολμούσε να τους κυνηγήση. Εγνώριζαν ότι ο Τριστάνος θα τους κρεμούσε στα κλαδιά των δέντρων.

Ο αέρας πάντα νοτερός και κρύος που περόνιαζε ως τα κόκκαλα τα κορμιά μας σφύριζε, χτυπούσε στα κλαδιά των γυμνών δέντρων κ' άφινε ψιλά, ψιλά παράπονα που σούρχουνταν ακούοντάς τα, ν' αρχίσης να κλαις χωρίς να ξέρης γιατί.

Πώς έφυγε το άθλο μου· τι έγινε το άκαρπο δεντρί; Κάτω βρίσκεται στον κόρφο του Βόλου, απάνω στον θεόχτιστον πάγκο του με τις λεπιδωτές ρίζες, αρκουδοντυμένον τον κορμό, κλαδιά και παρακλάδια του περαδώθε, λέγεις και πάσχει ν' αποκλείση όλα στο δίχτυ του.

Ξύπνα, Λαμπράκη, κι' άναψε το έρμο το λυχνάρι, Πάρε κλαδιά αφ' τον οβορό, φέρε τα 'ςτό καλύβι, Και χτύπα τα στουρνάρια μου λίγην φωτιά να κάμης. Τι ο Νίκας δεν είνε καλά και δεν τον βρίσκ' η αυγούλα. Σήκου, ωρέ Νίκα, κρίνε μου, κρίνε μου τ' ακριβού σου Τον Λάζου, του σταυραδερφού, που σε ψυχοπονιέται.

Ω! είναι μια 'μιση οργυιά, μια και μισή! ΓΕΛΩΤ. Παππού μου, έχει δαιμόνια εκεί, μη τύχη κ' έμβης μέσα! βοήθεια! ΚΕΝΤ Δος το χέρι σου. — Μέσα εκεί ποιος είναι; ΓΕΛΩΤ. Δαιμόνιον! Δαιμόνιον! Εσύ τι πράγμα είσαι, που μέσα 'ς τ' άχυρα βογκάς; Ποιος είσαι; Έβγα έξω! ΕΔΓΑΡ Φευγιό! φευγιό! Ο Σατανάς μ' επήρε το κατόπιν. »Μέσ' 'ς τα κλαδιά της μυρσινιάς ο άνεμος σφυρίζει

Κ' η Χλόη άμα άρμεγε τα πρόβατα και τα περισσότερα γίδια, πολύ υπόφερνε όταν έπηζε το γάλα· επειδή οι μυίγες την ενοχλούσαν φοβερά και την ετσιμπούσαν, αν και τις έδιωχνε· ύστερα όμως, αφού έπλενε το πρόσωπό της, εφορούσε στεφάνι από κλαδιά πεύκου και ζώνονταν το λαφοτόμαρο· κι αφού εγέμιζε το καρδάρι κρασί και γάλα, έπινε μαζί με το Δάφνη.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν