United States or Spain ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Κερά Ελέγκω είχε φουσκώσει απ’ το καμάρι της για τη χαρά της αγαπημένης της της Λιόλιας, απ’ τον ανήφορο, απ’ την κάψα: ήτονε Γιούλιος μήνας και φύλλο δεν κουνιόταν. . . Εδώ πάνω στον ήσκιο της εκκλησιάς έκανε λίγη πρωινή δροσιά.

Η μια μεγαλόσωμη, όχι πολύ περασμένη, αγκαλά το φως έρχεται πίσωθέ της και την κάνει και φαίνεται κάτι νεώτερη. Αυτή είναι η αρχόντισσα, η κερά του σπιτιού. Κρίμας που δεν είναι μέρα να καλοδής ταγαθώτατο πρόσωπό της. Η άλλη, που κάθεται δίπλα της και της κρυφομιλεί, αυτή με τα μαύρα, είναι γειτόνισσα, και πρέπει νάρθε να της δηγηθεί τα μύρια της βάσανα.

Αέρα, αέρα, κι ας είναι και σκλαβωμένος. Να μας συμπαθήσης, κερά Σκλαβιά, που συνήθειό μας είναι να σου φορτώνουμε όλες τις αμαρτίες μας. Στόμα να είχες να μας μιλήσης, θα μας παραπονιούσουνα. Θα μας έλεγες πως σκλάβα μας έγεινες, πως πάει να σπάση η ράχη σου εξ αιτίας μας. Σκύβουμε σαν περπατούμε; Η Σκλαβιά φταίει. Ψέματα λέμε; Η Σκλαβιά φταίει.

Ο μόνος άθρωπος που τα καλογνώριζε τα φυσικά του και κάπως τον κυβερνούσε, είταν αυτή η γριά. Τηνε σέβουνταν, ίσως και τηνε φοβότανε λιγάκι ο Δημήτρης την κερά Φρόσω. Μα και πόλεμος να είτανε και σφαγή να πλάκωνε, ο Δημήτρης έπρεπε να πάρη και της πεθεράς του τη γνώμη πρι ναποφασίση. Έπειτα, δεν τάλεγε και του βρόντου η γριά. Τετρακόσια τα είχε κι αυτή, σαν τόσες άλλες ζαρωματιασμένες νησιώτισσες.

Σκόρπα τον, τρέλλα, το νου μου! Μαύρο σύννεφο κάμε τονα, κι ας ξεσπάση να χύση κατακλυσμό δάκρια πάνω στα μνήματα των παιδιώ μου! Γαρουφ. Κερά μου, για χάρη της μονάκριβης κόρης σου, και για την ψυχή των αγοριώ σου που τα πήρ' ο Θεός κοντά του, μην αφίνης τη θλίψη να σε παρασέρνη σε τόσο βάθος. Κάμε καρδιά, κερά Δέσπω, και μην ξεχνάς πόσες μάννες μυρολογάνε μαζί σου αυτές τες μέρες. Δέσπω.

Καλά 'καμες, καημένη, γιατί ξέρεις τι; Δε μ' αρέσει καθόλου το προψεσινό τόνειρο της κερά Δέσπως, που τόλεγε της Γαρουφαλιάς σα σηκώθηκε. Κι όσο το συλλογιέμαι, το πετσί μου ανατριχιάζει. Σα να μισοφοβήθηκε, θαρρώ, κι η αφεντιά της, και ρώτηξε το γιο της τον Κωσταντή, πως ανίσως κ' έρθη πίκρα για χαρά, ποιος θα τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα.

Είχαν και τα παλιά χρόνια μερικούς που κάτι άξιζαν και κείνοι. Είναι ο ΣολωμόςΘεός! — είναι ο Βηλαράςαχ! ο Βηλαράς! σήμερα να ζούσε! — είναι ο Βαλαωρίτηςτι δράμα μοναδικό, τι αριστούργημα η Κερά Φροσύνη του εκείνη! Σωστά αφτά. Να πω την αλήθεια, όλους τους άλλους στον Άδη μέσα τους αφίνω· το έθνος θα γλυτώση, την ώρα που θα τους ξεχάση, και πρώτα απ’ όλους τον Κοραή.

Είχαν τότες στου Κυρ Θωμά παρακόρη την κουφή τη Μαρία, που είχε μάτια και γλώσσα, κ' έβλεπε, λέει, από την κλειδότρυπα, και μια φορά, λέει, εκεί που κοίταζε τον αφεντικό να γλυκοκοιμάται, και την κερά να γλυκοφιλιέται με τον παπά, της ήρθε, λέει, σα λιγούρα, και λιγοθύμησε.

Ακούς τι μας ρωτάει η αφεντιά του; γυρίζει και της λέει· α σ' άκουσε, λέει, η Καλλίτσα τότες που της φώναξες από το παράθυρο. — Βέβαια πως μ' άκουσε, απολογιέται ολόθαρρα η κερά και με μάτια που έλπιζαν πάντα. Την άκουσε τη φωνή μου κ' η Καλλίτσα, την άκουσε κι ο Θεός. Και το λέω και το ξαναλέω πως η φωνή εκείνη που από τα φυλλοκάρδια μου τότες βγήκε, θα μου την φέρη την ακριβή μου μια μέρα.

Γνωστικιά γυναίκα, η κερά Φρόσω. — Τις απομάντευα τις συφορές αυτές, έλεγε, τις είδα και στα νιάτα μου, Θεός το ξέρει και πόσες ακόμα φορές θα τα ξαναδώ και θα τα ξαναθρηνήσω. Σηκώθηκε τότες είχε δεν είχε ο Μιχάλης κ' έτρεξε να πάη να βρη το κορμί. Αδύνατο στάθηκε. Νανέβη ως τα Τούρκικα, δεν του φάνηκε και πολύ γνωστικό, και δεν το συλλογίστηκε άσκημα.