Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 2 Ιουνίου 2025


Αγιασμένο άνθρωπο είχαμε στο χωριό μας, και τώρα το νοιώθουμε, που δε μας μένει ψυχή να τον προσκυνήση. Περμ. Τη χάρη του νάχουμε. Δεν πήγε, λέει, με τούτο το λείψανο, για νάρθη, λέει, να παρηγορήση την κερά Δέσπω, που δε μπορούσε η δύστυχη να βγη και να δώση στερνό φιλί του παιδιού της. Νά τος που πρόβαλε κιόλας. Τη χάρη του νάχουμε. Πιπ.

Με τον καιρό η κερά Πιπίνα, της κατεβαίνει να θυμηθή πως ο μακαρίτης ο πεθερός της είτανε θαμμένος στης Αγιά Παρασκευής το μικρό κοιμητήριο, και πως χρέος της είτανε να πηγαίνη να τονε θεμιάζη τα σαβατόβραδα. Πήγαινε λοιπόν και θέμιαζ' εκεί ύστερ' από το Σπερνό, και σα σκοτείνιαζε, έβρισκε τρόπο κ' έμπαινε και στο κελλί του Παπά Νικηφόρου. Άμα τα είδε αυτά η γειτονιά, πήγε να χαλάση ο κόσμος.

Ήτον αυτού δα, για την καλή της τύχη, κ'η πονόψυχη η Κερά Γιώργαινα και την εβοηθούσε στο περέχημα-η μόνη φιλενάδα της που την είχε πια σαν άλλη μητέρα: αυτή την έπιασε στα χέρια της, εκεί που ξεφώνιζε και τσάκιζε σε δυο σφίγγοντας με τα δυο της τα χέρια την κοιλιά της, και την πήγε στην κάμαρη και την έβαλε στο κρεββάτι και την παραστάθηκε. . . Σε μιαν ώρα μέσα γέννησε.

Για νερό εδώ κοντά! — Κάθεσε με την Δεκοχτούρα, — Ναι; είνε κερά μου. — Είσαι πολύ καιρό μαζή της; — Ένα χρόνο. Κ' έκαμε να φύγη. — Μα σα να το γνωρίζω, είπεν ο Βασίλης. — Και πως σε λένε, μικρέ, το ρώτησε. — Ζώη! είπεν ο μικρός και απομακρύνθη. ΉΤΟ πολύ μελαγχολικός ο Κλέων την νύκτα εκείνην.

Πρέπει, κυρά μου, να τελειώνουμε, γιατί αύριο φεύγουμε. Και πού πάτε; Τ σ ι γ γ ά ν α. Όπου θέλει ο Θεός. Ρωτάς, κερά μου, τα πουλιά που παν, άμα φυσήξη ο βορηάς και πιάσουν τα πρωτοβρόχια. Τ σ ι γ γ ά ν α. Όπου κάμπος με λουλούδια και με φως κι όπου ουρανός με άστρα στολισμένος εκεί είναι η πατρίδα μας. Μ α ρ ί α. Τι ωραία πατρίδα. Μόνο που ζήτε στο δρόμο. Τ σ ι γ γ ά ν α. Να βαρεθούμε.

Το ρετσινάτο και αυτό έτρεχε ρέμμα και η πολλή φλυαρία και τα τραγουδάκια έδειχναν μετά κάμποση ώρα, πως οι χωρικοί, άντρες και γυναίκες ετίμησαν καλά το συμπόσιο της κερά Μαριώς.

Σκηνή Β'. Αι άνω και η κερά Ρήνα Έπειτα, ο κ. και η Μεμιδώφ. Κ ε ρ ά Ρ ή ν η. Έφεραν το παληό κρασί για τον κύριο. Κυτάξετε να είσαστε γελαστές, τώρα που θα κατέβη ο κύριος, γιατ' είναι με τα νεύρα του· ξέρετε, γιατί είπεν η γιαγιά, πως κακοκοιμήθηκε την νύχτα. Λ έ λ α. Και ύστερα παραξενεύονται, γιατί δεν χωνεύω όλα αυτά.

Εμείς οι αμαρτωλοί άλλο δεν έχουμε να δώσουμε παρά την προσευκή μας και την αγάπη μας σε τέτοιες μέρες που μας φανερώνει ο Μεγαλοδύναμος την οργή του. Πήτε μου, είστε καλά; Σας φοβερίζει η αρρώστια; Περμ. Δόξα νάχη ο Θεός, ως την ώρα καλά, δάσκαλε. Μα σε κείνο ταρχοντικό ο Χάρος έκαμε φοβερό πανηγύρι, τάφαγε όλα τα παλικάρια της Κερά Δέσπως. Ό,τι έβγαλαν του Κωστάκη το λείψανο.

Της Λιόλιας τα δάκρυα είχανε στεγνώσει κι άκουγε τη θεια Ελέγκω που τα λέγανε με την Κερά Γιώργαινα για μια μεγαλωσιάνα που δεν ντράπηκε να της κόψη τρεις δραχμές απ’ τα πλυστικά, επειδή λέει της λείπανε δυο πετσετάκια. Οι μικρές λεύκες από της δυο μεριές της οδού Αναπαύσεως ήτανε γεμάτες φύλλα δροσερά κι αχνοπράσινα σαν από μετάξι, που τάχαν πετάξει τώρα-τώρα καινούργια με τη δεύτερη άνοιξη.

Δεν πέρασαν πολλά σπίτια για να φτάσουνε στο σπίτι του Προεστού. Χτύπησε την πόρτα ο χωριανός δυνατά και γοργά. — Ποιος είνε; φωνάζει γυναικίσια φωνή απομέσα. — Άνοιξε, κερά Φωτεινή, κ' είνε ένας Μυλόρδος. — Χριστέ και Παναγιά μου! Και τι να τον κάμω που είμαι ολομόναχη! — Άνοιξε συ, και γω βρίσκω και τον Αφέντη, αποκρίνεται ο Αποδουλίτης απέξω.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν