Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
— Να με άφηνεν ο γέρος μου, θα μ' έπαιρνες; — Ακούς εκεί! φτάνει να θέλης. — Και δεν μπορούμε να τον καταφέρωμε; — Αυτό κεγώ προσπαθώ. — Αλήθεια; — Βέβαια. Δι' αυτό ομιλούμεν κάθε βράδυ. — Κάθε βράδυ; — Ναι. Έχω ένα μήνα οπού τον παρακαλώ. — Δι' αυτό πηγαίνετε οι δύο σας μοναχοί και τα λέτε; — Σωστά. Δεν το κατάλαβες; — Πού να το καταλάβω; Και τον παρακαλείς να με αφήση;
— Έχεις και μούρη και ρωτάς; οντέν εβάφτισες του συντέκνου του Μουστοβασίλη το θυγατέρι δεν είπες τση μάνας σου πως ήθελες την Πηγή; ... Δε σου τώπε, Ργινιό; — Κιαμέ δε μου τώπε; απήντησε με μειδίαμα η Σαϊτονικολίνα. — Ύστερα σ' ερώτηξα κεγώ και δε μούπες όχι και με το να μαρέση κεμένα η Πηγή, ήδωκα λόγο του Θωμά.
Και κατές πότε θαποθάνω; Όντε θα πέφτουνε τω δεντρώ τα φύλλα. Σαν έν' απ' αυτά τα μαραμένα φύλλα, κεγώ θα πέσω και τανέμου το φύσημα θα με πάρη. — Μα δε σούπα να μην τα λες αυτά; Εγώ στην Καλυβιανή, που πήα, την επαρακάλεσα και θα σε γιάνη. Και κάθ' αργά στην προσευχή μου για του λόγου σου παρακαλώ Μα γιατί να μην πας κη ίδια στην Καλυβιανή, απού κάνει μεγάλα θαύματα;
— Κ' αυτός εμεγάλωσε, γίνηκε άντρας! είπε το Βαγγελιό. Εγώ φοβούμαι να τονε φιλήσω, σαν πρώτα. Αυτά τα λόγια με χαροποίησαν, αλλά μέφεραν κιάνω κάτω. Ήμουν σαστισμένος. Κεγώ φοβόμουν, όχι να ορμήσω, όπως πριν, στην αγκαλιά της, αλλά και μόνο να την πλησιάσω. Αλλ' όταν σένα λεπτό νίκησα το δισταγμό μου και το Βαγγελιό μ' αγκάλιασε και με φίλησε, μου φάνηκε ότι τώρα με φιλούσε διαφορετικά.
Έμεινα και τη βδομάδα της Λαμπρής στο χωριό· αλλ' όλες αυτές τες μέρες μια φορά μόνο ήρθε στο σπίτι μας το Βαγγελιό και μια φορά πήγα στο δικό των. Όταν ήρθε, μούφερε αυγά κόκκινα και κουλούρια. Αλλά πάλι δε με φίλησε. Άπλωσε μόνο το χέρι της και μου θώπευσε τα μαλλιά κιαφού δεν έκαμε την αρχή, κεγώ δεν είχα το θάρρος.
Άρχιζα να καταλαβαίνω το αταίριαστο της ηλικίας του Βαγγελιού και της δικής μου. Τα λόγια της μητέρας μου, αν κήθελα να μη τα πιστεύω δεν έμειναν άκαρπα· τα δυνάμωσε κη πείρα της ζωής. Μερικοί φίλοι, πούχα κάμει στο γυμνάσιο, διηγούντο ότι είχαν ερωμένες και παρατηρούσα ότι όλοι αγαπούσαν κορίτσια ίσης περίπου μ' αυτούς ηλικίας. Με ρώτησαν αν είχα κεγώ ερωμένη, αλλ' εγώ δε φανέρωσα τον έρωτά μου.
Τόσον καιρόν μ' έκραζες Αϊμά, και τώρα με λέγεις αδελφήν σου; Τώρα λοιπόν έμαθες πως είμεθα αδελφοί, διά πρώτην φοράν; Κεγώ, οπού επίστευα απ' αρχής πως είμεθα αδελφοί, ήμουν απατημένη; Πρέπει να είνε ψεύματα, διότι μου το λέγεις τώρα διά πρώτην φοράν. Ειμπορώ ποτε να το πω αυτό, αφού μόλις το είπα τώρα, και το μέτωπόν μου καίει έξαφνα; πόσον καίει!
Ο Γιάννης με κύταζε και χαμογελούσε πειραχτικά, σα να μου φάνηκε· κεγώ άρχισα να κλαίω από πείσμα αδυναμίας. Το Βαγγελιό αφήκε σε λίγο το χορό, ήρθε και κάθησε κοντά μου κιαφού με πήρε στα γόνατά της, μούπε. — Γιάειντα κλαις, Γιωργιό μου; Δεν το κατές πως εσέν' αγαπώ; — Και το Γιάννη δεν τον αγαπάς; είπα μαναφιλητό.
— Ίσα με το Μαβρικό θα πάω να μεταδέσω το μουλάρι. — Κεγώ στο Μαβρικό θα πάω να μαζόξω κολοκυθαθούς για ντολμάδες· μόνο στάσου να πηαίνωμε μαζή, να σου πω κιόλας. Ο Μανώλης την επερίμενε. — Κατέχεις το πως θα μαλώσωμε, Μανωλιό; είπεν η χήρα όταν τον έφθασε. Και με τόνον μητρικής μάλλον επιπλήξεως του είπε να μη ξανακάμη αυτό που έκαμε.
Δεν περίμενε, φαίνεται, τη βεβαιωτική απάντηση κέκαμε μικρό ανατίναγμα. Έπειτα έμεινε συλλογισμένη για κάμποσες στιγμές. — Και σούφερε ο κιρατζής το χαιρετισμό που σέπεψα; — Τα κουλουράκια; Ναι. — Τα ζύμωσα με τα χέρια μου, για να σου πούνε κιαυτά την αγάπη που σούχω, Γιωργή μου. — Κεγώ σούγραφα γράμματα. — Γράμματα; είπε με χαρούμενη έκπληξη, που αμέσως γύρησε σ' ανησυχία.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν