Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Τσι προημερνές επήα να πω του Στρατή για τον Τερερέ πως φοβερίζει να με δέση κιώστε να μ' ακούση παίρνει φωτιά κιαρχινά τσι φωνές κ' έκανε σα λυσσασμένος· να φύγης απού το σπίτι μας, να μη ξαναμπής στο σπίτι μας και να σε μάθουνε κείνοι που σέχουνε να μιλής. Είπα του κεγώ πως δεν ξαναμπαίνω στο σπίτι τως ποτέ στον αιώνα μου κήφυγα.
Και θαρρώ πως μιαν ημέρα θα παραιτήσω και τα γράμματα και τους καθηγητάς και θαρθώ στο χωριό. Ω πως τανεζητώ!...» — Θωρείς εδά; είπε πάλι το Βαγγελιό. Αν εκάτεχα γράμματα θα σούγραφα κεγώ να σε παρηγορήσω, για να μην τύχη και φύγης απού το σκολειό και θάτονε πολύ κακό για σένα. Τάλλα γράμματα δεν έλεγαν πολύ διαφορετικά πράγματα.
— Όι, δεν κάνει, δεν κάνει, ψιθύρισε. Έπειτα είπε: — Από σένα, Γιώργο μου, πούχεις ψυχή άδολη και καθαρή, θακούσ' η χάρη τση. — Εγώ πιστεύω, Βαγγελιό, και πρέπει νάχης και συ πίστη. Το Ευαγγέλιο λέει ότι κι ως ένα σπόρο του συναπιού πίστη αν έχωμε, μπορούμε να μετακινήσωμε βουνό. Κεγώ έχω πίστη όχι όσο ο σπόρος του συναπιού, αλλά σα βουνό.
— Κατέχω κεγώ; είπε ξύων τον κρόταφόν του ο Παπαδοσήφης. — Άκουσ' αυτό που σου λέω εγώ, σύντεκνε! Το τέλος τση Τουρκιάς εσίμωσε και να μου το θυμάσαι. — Να δώση ο Θεός! Μα κατέχω κεγώ; Και στα 41 τώχαμε για σίγουρο. Ας είνε.
— Σωστά, γίνεται και τούτο, είπεν η Σιξτίνα. Αλλ' όμως, αφού εγώ σ' ενθυμούμαι από την Ρόδον. — Λοιπόν ειπέτε μοι τούτο, είπεν ικετευτικώς η Αϊμά. Αφού μ' εγνωρίσατε, διηγηθήτέ μοι· ίσως ενθυμηθώ κεγώ. — Μη βιάζεσαι, απήντησεν η Σιξτίνα. Ειπέ μοι ακόμη, δεν ενθυμείσαι τίποτε πλειότερον, απ' αυτά που μοι είπες; — Τι άλλο; — Προτού να σε πάρουν οι Γύφτοι ψυχοκόρην.
Το πάθος του κυνηγιού φαινόταν ότι αποτελείωσε την κρυάδα πούχε ριχτεί στην αγάπη μου. Και σκεπτόμουν πως αφού η ίδια με συμβούλευε να μη την συναντώ και να την αποφεύγω, τι να κάμω κεγώ; Κέτσι μούδωκε μια πρόφαση, που και μόνος μου ίσως θαύρισκα, για να φαίνωμαι θυμωμένος κιαδικημένος και να της ρίχτω τις αιτίες. Φταίω 'γώ σα δε θέλει να τήνε θωρώ; έλεγα με το νου μου.
— Όι, όι, δε θέλω λόγια· φθάνουν τα όσα έχω ακουσμένα. Μα κη μάνα μου θα στενοχωρηθή. Άρχισε να κλαίη και σπόγγισε τα δάκρυα με την ποδιά της. Έπειτα μούπε: — Άιντε, Γιωργή μου, πήνε να πάω κεγώ στη δουλειά μου. Δε θέλω να μάςε δούνε. Και θα σου πω 'γώ πού θα τα διαβάσωμε τα γράμματα. Πριν να χωριστούμε, αναστέναξε κείπε: Ας κάτεχα γράμματα!...
— Έγνοια σου, θυγατέρα μου, έγνοια σου, Μαργή μου, της είπε πραϋντικώς η χήρα, κεγώ θα μιλήσω του κυρού του. Άκου τον κουζούλακα πράμματα που τα κάνει! Αφού δ' εσκέφθη ολίγον είπε πάλιν ως να εμονολόγει: — Μα εχαλάσαν τα με τσοι Θωμαδιανούς; ... Παράξενο πράμμα! Να σου πω, μωρή παιδί μου, καλός νέος είνε, κιάν είνε αλήθεια και τα 'χάλασε με τη Θωμαδοπούλα ...
— Θα είχε πιαστή ο ήλιος· δεν είν' έτσι, καπετάν Δημήτρη; είπεν ο Σμυρνιός. — Πρέπει. Κατέχω κεγώ; απήντησεν ο Καπετάνιος. Εντεύθεν λαβόντες αφορμήν, ωμίλησαν και περί άλλων τοιούτων φυσικών φαινομένων και του μεγάλου σεισμού, όστις προ ολίγων ετών είχε κατερειπώσει το Ηράκλειον.
Κιέξω από την εριστική παραφορά, δε βοήθησε σαυτή τη μεταβολή λίγο κι η ταραχή πούδειξε και μούπε το Βαγγελιό, όταν ακούστηκαν βήματα, ότι δεν έπρεπε να μας δουν μαζή. Ο φόβος κείνος μούλεγε πως ήμουν αρκετά μεγάλος, ώστε να σκανδαλισθούν όσοι θα μέβλεπαν σε μέρος ερημικό μένα κορίτσι. Κιόπως οι νέοι, πούχουν μουστάκια, ήτο φόβος κεγώ να εκθέσω μαφορμή τέτοια ένα κορίτσι.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν