Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 10 Ιουνίου 2025
Τώρα όμως κάνε μου τη χάρη, σήκω και φύγε.» «Ντόνα Νοέμι;» «Λοιπόν, τι τρέχει πάλι; Σήκω, μην κάθεσαι γονατιστός εκεί πέρα, με σταυρωμένα τα χέρια! Είσαι ηλίθιος!»¨ «Μα ντόνα Νοέμι, τι έχετε πάθει; Αρνείστε;» «Αρνούμαι.» «Αρνείστε; Μα γιατί, ντόνα Νοέμι μου;» «Γιατί; Το ξέχασες; Είμαι γριά, Έφις, και οι γριές δεν αστειεύονται με τη θέλησή τους.
Αν μπορής, κάνε μου και τους άλλους καμπούρηδες να περιγελάμε τους ίσιους, που θ' απομείνουν!» Τέτοιο μαράζι τον έτρωγε τον Λαζαράκη. Και όλη την ώρα, που περπατούσε σκυφτός έσπαζε το κεφάλι του πώς να εκδικηθή τους ίσιους ανθρώπους, πώς να βγάλη το άχτι του. Ένα πρωί πήρε λίγα παραδάκια, που είχε μαζέψει πεντάρα με την πεντάρα, και πήγε σ' ένα μαρμαρά: «Άκουσε δω, παλικάρι, του λέει.
— Αποκοτιά, μαθές, επανέλαβε και η θειά το Αρετώ. Συγχρόνως δε κατέβη εις τον νουν της μία ιδέα. — Αμμή σαν το αποφασίσης, γυιέ μ', κάνε το σταυρό σ', και τάξε τίποτε στην Παναγιά, να σε φυλάξη. — Έταξα εγώ μέσα μου, είπεν ο Στάθης· έταξα να της την πάγω ασημένια τη μια τη γίδα, σαν την γλυτώσω, την Ψαρή. Την Ψαρή ας γλύτωνα! Ο ιερεύς έκαμε διφορούμενον νεύμα.
Τι θα πει η γιαγιά σου; Ότι σ’ αφήσαμε να πεθάνεις από την πείνα;» «Γκριζέντα, δεν ακούς που σε φωνάζουν; Κάνε αυτό που σου λένε», είπε η ντόνα Έστερ. «Α, ντόνα Έστερ μου! Πεινάω μόνο… για χορό!» «Τζουαναντό! Έλα να φας!
Και εκινήθη διά να βυθίση εκ νέου το παιδίον, αλλ' η Σαϊτονικολίνα επέμενε, παρά την γνώμην του συζύγου της, όστις δυσφορών είπεν εις τον ιερέα: — Κάνε, βλοημένε, τη δουλειά σου και μην αφουκράσαι. Ο Μανώλης ενόμιζε και αυτός ότι το όνομα ήτο Αγλαΐα.
Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.
Φαίδρος Αλλ', ευγενέστατέ μου φίλε, είναι θελητικόν ό,τι λέγεις· συ βεβαίως, χωρίς καθόλου να σε παρακαλέσω να μου είπης από ποίους και κατά ποίον τρόπον τα ήκουσες, κάνε μου τούτο μόνον το οποίον εξέφρασες· να μου υποσχεθής ότι θα μου είπης άλλα καλύτερα και όχι ολιγώτερα πράγματα έξω από τ' αναφερόμενα εις το βιβλίον του Λυσίου· και τότε εγώ, καθώς κάμνουν οι εννέα άρχοντες, σου υπόσχομαι ότι θα αφιερώσω εις τους Δελφούς χρυσούν το άγαλμα όχι μόνον το ιδικόν μου, αλλά και το ιδικόν σου εις φυσικόν μέγεθος.
Μον έλα, ομπρός! σαΐτεψ' τον το βασιλιά Μενέλα, 100 και κάνε τάμα του θεού, τ' αχτιδοστάλτη Απόλλου, πλήθος αρνιά πρωτόλουβα να σφάξεις στο βωμό του, πίσω σαν πας στον τόπο σου, τη βλογημένη Ζέλια.» Μ' αφτά τα λόγια τ' άμιαλου του πείθει το μιαλό του.
Νομίζοντας ότι κοιμάται η Νατόλια της άγγιξε το χέρι που έκαιγε, αλλά η γριά το τράβηξε και της είπε χαμηλόφωνα: «Άκου Νατόλια, κάνε μου μια χάρη. Πήγαινε στον Έφις Μαρόντσου και πες του ότι πρέπει να του μιλήσω. Μην το μάθει όμως η Γκριζέντα.
Και παίρνει τότε η Θεανό το πέπλο και το βάζει στα γόνατα της Αθηνάς με τις χρυσές πλεξούδες, κι' έπειτα αρχίζει προσεφκή και δέηση να κάνει «Προστάτρα, δέσποινα Αθηνά, θεά μου δοξασμένη, 305 αχ του Διομήδη τ' άρματα κομάτιασ' τα, και κάνε κι' αφτόν να πέσει πίστομα μπροστά στο Ζερβοπόρτι, κι' αμέσως θα σου σφάξουμε ως δώδεκα γελάδες χρονιάρικες απείραγες εδώ στην εκκλησά σου, αν την πατρίδα σπλαχνιστείς κι' εμάς και τα παιδιά μας.» 310
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν