United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Φαινότανε σα να ήθελε να χοροπηδήση μέσα στην κάμαρα, να παίξη, να κάμη τρέλες, να τρέξη να την πιάσουνε, φαινότανε σα να πιθυμούσε κάτι νέο, κάτι ασυνήθιστο, σα να την είχε πλημμυρίσει ο κοριτσίστικος πόθος των αθάνατων ανοησιών της ευτυχίας, ένα ίσια ίσια από κείνα τα χαρακτηριστικά, που αγαπούσα περσότερο σ' αυτή. Όσο κι αν το πιθυμούσα ωστόσο, δεν μπορούσα να συναρπαχτώ από τη διάθεσή της.

Ο ένας άξαφνα κάθεται τη νύχτα και δουλέβει, με τη λάμπα αναμμένη· ο άλλος πάλε σηκώνεται με τα χαράματα και τραγουδάει όλη μέρα· δεν είναι δυνατό οι δυο αφτοί να ζήσουνε στην ίδια κάμαρα. Όταν κανένας δε μου φαίνεται νάχη σωρό σωρό ιδέες ή τουλάχιστο τέτοιες ιδέες που ναξίζη να ξετάσης τι είπε και τι δεν είπε, αποφέβγω και γω τα βιβλία του.

Από την ανοιχτή πόρτα φαίνουνταν άλλη απέραντη κάμαρα, κι απ' αυτή άλλη ακόμα, κι από την άλλη, άλλη πάλι, όλες μεγάλες, γυμνές, παράξενες.

Ήταν για να μη χάνη τη συνήθεια της γρύνιας. Έ μ μ α. Φρίκη! Αυτός ο πατέρας. Σκηνή δ'. Κα Μεμιδώφ και Κώστας. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Βγάλτο λοιπόν! Θα σε πειράξη η υγρασία. Κ ώ σ τ α ς. Κάμε γλήγωρα. Θαρχίση πάλι να φωνάζη. Κα Μ ε μ ι δ ώ φ. Τίποτα, ανέβηκε, Κώστα, στην κάμαρά του. Μετά πέντε λεπτά θα ρουχαλίζη. Ταταουλιανός θα ήταν ο γάμος αυτός!

Αχ! γιαΤι να μην είν' εδώ αυτή την ώρα αναμεταξύ μας και η δυστυχισμένη μου η θυγατέρα που μας έσβησε τόσο παράκαιρα. ΑΝΝΟΥΛΑ Διώξε, γιαγιά μου, τα λυπητερά πράματα από το μυαλό σου. Μην τα θυμάσαι ολοένα. Ξέχασέ τα πια. ΓΙΑΓΙΑ Έχεις δίκιο, παιδί μου. Πρέπει να τα διώξουμε τώρα. Αννούλα, πάμε να ετοιμάσουμε μια κάμαρα για το Σταύρο.

Κι αν καλοκάθιζε κάποτες, είτανε για να γράψη στους δικούς του. Στην κάμαρά του απάνω από το μαγαζί ποτές δεν ανέβαινε, παρά για να κοιμηθή. Αυτή είταν η ζωή του χρόνια πολλά. Ζωή που μπορούσε την ψυχή του ανθρώπου να την καταντήση λυχνάρι μισόσβεστο, άγραφη πλάκα να τον κάμη το νου, θρύμματα την καρδιά, καράβι καθισμένο τον άνθρωπο.

Ο πατέρας σου κάθεται ως τις δυο από τα μεσάνυχτα και παίζει. Δε θαφίση το παιγνίδι του ναρθή να σ' εύρη. Το ξέρεις καλά. Μήπως δεν το ξέρεις; Εγώ θέλω περισσότερο από σένα να μείνω μαζή σου. Γιατί είσαι κακός; Κι' αν θέλω να γυρίσω στην κάμαρά μου, το ξέρεις, θα κλαίω όλη τη νύχτα, ως το πρωί θα κλαίω μοναχή μου . . . ΝΙΚΟΣΚαλά γύρισε. Δε σε βιάζω. ΔΩΡΑΜου το λες θυμωμένα.

Δεν έφυγες γαλήνιος, γελαστός, χλομός, πικρός μας άφησες, πονώντας, γυρεύοντας επήγες, λαχταρώντας. Στο μέτωπό σου γύρω αυτός ο πόνος αχνίζει πάντα ως σε θωρεί η ψυχή· και τώρα, εδώ στην κάμαρά μου μόνος, στο τζάμι ενώ θλιμμένα σπα η βροχή, σε βλέπω μια στιγμή περνάς, κοιτάζεις και φεύγεις, την ερμιά σα να τρομάζης.

Βαρεία θολωτή καμάρα διά κτιστών δύο τετραγώνων κιόνων, των καλουμένων υπό των βυζαντινών πινσών υποβασταζόντων το παρεκκλήσιον του αγίου Δημητρίου με τον κομψόν θολίσκον του, σκιάζει τον πυλώνα με την μαύρην μεγάλην πύλην, ης αι οριζόντιοι διά χονδρών ήλων προσηλωμέναι χονδραί ορθόπλευροι σανίδες ως εκ σιδήρου παχέα φαίνονται ελάσματα.

Φτάσαμε στο σπιτικό του, μούδειξε την κάμαρά μου, έβαλα μέσα τα λίγα μου πράματα που τα κουβαλούσε κατόπι μας ο Χαμάλης, με κατέβασ' έπειτα στην τραπεζαρία που είταν ώρα φαεί. Εκεί η κερά του, εκεί κ' η κόρη του, κορίτσι μελαχρινό και γαλανομάτικο, ως δεκάξη χρόνων κι αυτό.