United States or Taiwan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν τα διακόψη, ξαίρετε, είνε φόβος να λησμονήση ό,τι έμαθε. ΑΡΓΓΑΝ Πολύ καλά. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Νομίζω, κύριε, πως θάνε καλύτερα να πάω τον αφέντη στην κάμαρά της. ΑΡΓΓΑΝ Όχι. Πες της νάρθη εδώ. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Δε θα μπορέση να της κάνη σωστό μάθημα, αν δεν είναι μόνοι. ΑΡΓΓΑΝ Πήγαινε, σου λέω, πήγαινε.

Χωριστήκαμε χωρίς πολλά λόγια και πήγα στη γυναίκα μου χωρίς να ξέρω τι να της πω· ήθελα μόνο να είμαι κοντά της και να δω ίσως εκείνο που φοβόμουνα περσότερο. Δεν τη βρήκα στην κάμαρα του αρρώστου, μα στη δική μου κάμαρα και το πρόσωπό της είτανε σαν πετρωμένο.

Ήταν αυτά καθώς έλεγαν, αντικλείδια, για ν' ανοίγη τα κελλιά και της κασσέλες των καλογήρων που υποπτευότανε, θα εργάσθηκε ως μια ώρα, όταν από την κάμαρα, που ήταν στο βάθος, ακούσθηκε αδύνατο περιπάτημα και σε λιγάκι ανοίχθηκε η πόρτα και στο κατώφλιο εφάνηκε η μάννα του 'γουμένου, κάτασπρη μέσα στο μαύρο της ράσο. Εθύμωσε ο 'γούμενος.

Δύο τρεις κουτσές καρέκλες τριγύρω, και στο βάθος ένα παλιό σιδερένιο κρεββάτι με ψηλά ως το ταβάνι τέσσαρα σίδερα, ένα τραπεζάκι με κόκκινο τραπεζομάντηλο, με δύο μισοσπασμένα φουρφουρένια βάζα, γεμάτα από ξερά αστάχυα, με λίγες μικρές κιτρινισμένες φωτογραφίες φουστανελάδων και γυναικών με παλιά κοζοκιά και βλάχικες φορεσιές, στόλιζαν μονάχα την απέραντη κάμαρα.

Δε μ' αγαπά κανένας, μα με φοβούνται και όσο έχω το Δεσπότη και μερικούς φίλους, τα ζωντόβολα τα περιφρονώ: Και σε λιγάκι επρόσθεσε. — Είναι κάμποσος καιρός που με πειράζει και μ' εμποδίζει η μάννα μου, θυμώνω, μα τι να κάμω που τη λυπούμαι. Φαίνεται, θέλει τώρα να εξαγοράση τα παληά. Ύστερ' από της σκέψεις αυτές, εκλείσθηκε στην κάμαρά του κ' έπεσε να κοιμηθή του δικαίου τον ύπνο.

Από την τρύπα της στέγης έπεφτε, σαν μέσα από ένα αναποδογυρισμένο χωνί, μια χρυσαφένια ηλιαχτίδα που φώτιζε επάνω στο μικρό κρεβάτι το μαύρο της κορμί και τα κολιέ της, αφήνοντας στην σκιά την υπόλοιπη έρμη κάμαρα. Ο Έφις κοίταζε σαν μέσα από τον πάτο ενός πηγαδιού εκείνο το σημείο, ψηλό και μακρινό. Ξαφνικά όμως του φάνηκε ότι η ηλιαχτίδα παρεξέκλινε, έπεφτε απάνω του και τον φώτιζε.

Σαν ήκουσαν αυτό ο 'γούμενος και ο παππά Κρητικός, επήραν και οι δυο τον Κεριάκο από της μασχάλαις και τον πήγαν στην άλλη κάμαρα. Ο 'γούμενος ήγνεψε του Σερέτη κι' αυτός εσηκώθη, επήρε τον γαμπρό, που ετρίκλιζε, και τον έβαλε στη μέση. Η νύφη έτοιμη εστάθηκε δίπλα του· ο Κεριάκος σαν την είδε, της έπιασε το χέρι και της είπε με φωνή μεθυσμένου και μ' ένα κουτοχαμόγελο.

Έξω πια έσβυσε, λούφαξε το μούγγρισμα του άνεμου, σιγή θανάτου απλώθηκε για λίγο, και μόνο η αστραπόλαμψη πλημμύριζε ολοένα πλιότερη και πιο άφθονη την κάμαρα. Έξω τα σκοτεινά βάθη τ' ουρανού φαίνουνταν πως κάθε δευτερόλεφτο σχίζουνταν απότομα, και κύματα λάμψης ηλεκτρικής αγκάλιαζαν τη φύση και σβύνουνταν γοργά σαν ένα στιγμιαίο απέραντο φωτεινό φίλημα.

Μιλήσανε για κάτι σπιτοδουλειές, και σαν κοντέψανε μεσάνυχτα, είπε της γριάς να του στρώση στην απάνω την κάμαρα, να κοιμηθή μ' ανοιχτά παράθυρα, ίσως και του περάση ο πονοκέφαλος. Μεσάνυχτα γυρισμένα, όλο το σπίτι ησύχαζε. Η γριά κάτω με τους δουλευτάδες, ο Δημήτρης απάνω, ξαπλωμένος κι αυτός στο στρώμα, όξω από το πάπλωμα όμως, με τα ρούχα, καταπώς είταν. Πού ύπνος και πού ανάπαψη!

Από τότε που πέθανε ο Σβεν και δεν μπορούσε νακούη την κρυστάλλινη φωνή του να σμίγη με τους ήχους του πιάνου, η γυναίκα μου δεν ήθελε να τραγουδήση τους σκοπούς, που τους άκουγε πάντα μόνο εκείνος. Μόλις πίστευα τα μάτια μου όταν την είδα να καθήση στο πιάνο και ναρχίση να παίζη. Και σε λίγο αντηχήσανε στην κάμαρα τα λόγια: Λευκέ μου κύκνε, βουβέ, νεκρέ, δε θα σ' ακούσω τώρα ποτέ.