Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Πήρα το μαντήλι της, έκοψα το κοντό μου, το βρακί μου και βούλωσα τα ξύλα. Μα τι το θέλης, η καταχνιά έστεκε πάντα και το μονόξυλο ούτε μπρος ούτε πίσω τόρα. Δε βλέπαμε τι γίνουνταν. Πέρασαν ώρες κι ώρες. Μας πήρε η αυγή φαίνεται γιατί άσπρισε γύρω μας η καταχνιά. Θάρρεψα πως θάβαζε κάνα βορριδάκι να μας πετάξη σε τίποτα μάζες, σε τίποτα φύκια, σε καμμιά καλαμιά.
Φ ο υ σ κ ο μ ά γ ο υ λ ο ς· οπού φουσκόνει τα μάγουλα Λ α σ π ά ς· οπού περπατάει στης λάσπαις· Ν ε ρ ο θ ρ ό ν α· οπού έχει το θρονί της στα νερά. Χ ο υ γ ι α τ ά ς· οπού χουγιάζει δυνατά. Β α λ τ ί σ ι ο ς· οπού κατοικάει στους βάλτους. Β λ η τ ρ ο ύ δ η ς· οπού έχει χρώμα Βλίτρου. Φ ω ν α ρ ά ς· οπού φωνάζει· Ν ο τ ι ά ρ η ς· οπού χαίρεται στη νοτιά. Λ α χ α ν ά ς· οπού έχει χρώμα λαχανί. Λ ι μ ν ι ό τ η ς· οπού κατοικάει στης λίμναις. Κ α λ α μ ι ό τ η ς· οπού κάθεται στα καλάμια. Ν ε ρ ο ρ ρ ο ύ φ η ς· οπού ρουφάει το νερό.
Τα πλοιάρια ταύτα είναι κυκλοτερή ως ασπίδες· πληρούντες δε αυτά έσωθεν με καλάμια τα αφίνουσι να φέρωνται κατά τον ποταμόν. Το φορτίον των συνίσταται εις διάφορα εμπορεύματα, προ πάντων δε εις οίνον φοίνικος. Δύο άνθρωποι ιστάμενοι όρθιοι, διευθύνουσι το πλοιάριον με δύο μεγάλας κώπας, και όταν ο είς βυθίζη την μίαν, ο άλλος ανασύρει την άλλην.
Κι όταν έπιασαν στη στεριά κι αράξανε, δεν έκαναν κανένα κακό, παρά αρχίσανε λογής-λογής διασκέδασες· πότε μ' αγκίστρια κρεμασμένα από καλάμια με ψιλή πετονιά ψάρευαν πετρόψαρα από χαμηλό βράχο· πότε με σκυλιά και με δίκτυα πιάνανε λαγούς που έφευγαν από τ' αμπέλια εξ αιτίας του θόρυβου.
Έτσι είπε, και τα λάφυρα σηκώνει και τα θέτει 465 πας σε μυρχιά, κι' αλάθεφτο τους έβαλε σημάδι, σμίγοντας τα μυρχόκλαδα με σύχλωρα καλάμια, μήπως γυρνώντας δεν τα δουν μες στο βαθύ σκοτάδι.
Και δράξασα μετά βίας το έν σώμα το μικρότερον, περί του οποίου ήτο σχεδόν βεβαία ότι ήτο νεκρόν ήδη, το μετέφερε πλησίον ενός δένδρου, διά να το κρεμάση ανάποδα, ως έλεγε. — Πού είν' ένα σκοινάκι; . . . Να, βλέπω ένα σπάγγον με καλάμι! Καλά, θα χρειαστή. Ένευεν ανυπομόνως εις την άρρωστην γυναίκα, να της φέρη πλησίον την καλαμιά, με την οποίαν έπαιζαν προ μικρού αι δύο κορασίδες.
Κ' εγώ θυμούμαι ταις βραδειαίς αυταίς 'ς την ξενητειά μου Που με τραγούδια με χαραίς εφτέρωνε η καρδιά μου 'Στη λίμνη των Γιαννίνων μου, 'ς τη λίμνη αλήθεια εκείνη Που κάθε μια νυμφαία της και κάθε καλαμιά της Κρύβει Νεράιδες ώμορφαις, κ' εις κάθε ακρογιαλιά της Με τραγουδάκι ερωτικό κάθε της κύμα σβύννει· Κ' εκείνο τώμορφο νησί με το μικρό βουνό του, Με μοναστήρια 'ς τη κορφή, 'ς τα πλάγια, 'ς το ριζό του, Με ταις βαθειαίς του ταις σπηληαίς, Τα κάτασπρα τα σπήτια του μέσ' ς τα κλαριά χωμένα Κλαριά γιομάτα χλωρασιά και πάντα φυλλωμένα, Πώχουν αμέτρηταις φωληαίς Πουλιά μικρά γλυκόλαλα λογιών-λογιών χιλιάδες, Κ' εμπρός τα πλάγια του βουνού γιομάτα πρασινάδες . . . Πατρίδα μου! πώς απ' τον νου εγώ να σε ξεγράψω!
Ο καύσων δεν ήτο υπερβολικός· τον ήλιον εσκίαζον λευκά τινα νέφη και ελαφρά εκ διαλειμμάτων πνοή ανέμου έσειε τα καλάμια και τα έκαμνε να συγκύπτωσι προς άλληλα, ως αν εκρυφομίλουν. Αλλά την προσοχήν μου είλκυσε προ πάντων το πλήθος των υπεράνω του ύδατος ισταμένων εντόμων και ιδίως αι απειράριθμοι χρυσαλλίδες. Ουδαμού έτυχε να ίδω τόσον πολλάς, τόσον μικράς και τόσον ομοιομόρφως λευκάς.
Ο Έφις σταυροκοπήθηκε και σηκώθηκε, αλλά περίμενε ακόμη μήπως έρθει κανείς. Έσπρωξε όμως τη σανίδα που χρησίμευε για πόρτα και ακούμπησε επάνω της ένα μεγάλο σταυρό από καλάμια για να εμποδίσει τα αερικά και τους πειρασμούς να μπουν στην καλύβα.
Μόνο τα φύλλα από τα καλάμια κουνιόντουσαν πάνω στο φρύδι, ίσια, δύσκαμπτα σαν σπαθιά που ακονίζονταν πάνω στο μέταλλο του ουρανού. «Έφις αντίο, Έφις αντίο».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν