Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025
Είχε πη μπρος στον Αλβέρτο κατά τύχην ότι ο Βέρθερος δεν θα ερχότανε προ της παραμονής των Χριστουγέννων και ο Αλβέρτος επήγε έφιππος σ' ένα υπάλληλο των περιχώρων, οπού είχε να τελειώση υποθέσεις, και οπού έπρεπε να μείνη την νύκτα. Η Καρολίνα καθότανε μόνη, κανένα από τα αδέλφια της δεν ήταν κοντά της, παρεδόθηκε σε σκέψεις, που ήσυχες περιεπλανώντο στις σχέσεις της.
Και τα τριαντάφυλλα και τα κρίνα του κορμιού της όλο μαραγκιάζανε απ' τα ζεματιστά της δάκρυα. Μόνο τα ζαφείρια των ματιών της λάμπανε πιο γλυκά μέσα στα δάκρυα. Ένα βράδυ καλοκαιριάτικο, που καθότανε στο παράθυρο η βασιλοπούλα, ένα τραγούδι γλυκό ακούστηκε μέσα στη σιγαλιά του φεγγαριού. Η βασιλόπουλα ανατρίχιασε.
Τη στιγμή αυτή μου φάνηκε σα να είχα συλλογιστεί και γω το ίδιο. Όλη μου η κούραση έφυγε μεμιάς κι όλος συγκίνηση έσκυψα και της φίλησα το στόμα. Την ίδια στιγμή καθότανε η Έλσα ανασηκωμένη εκεί.
Ή καθότανε μονάχα εκεί ο Σβεν κ' έκοβε χορταράκια και τα κοίταζε και τα περνούσε ανάμεσα από τα δάχτυλά του κι όταν γέμιζε το χέρι του, τα πετούσε κι άρχιζε να κόβη άλλα. Αυτό το έλεγε ο ίδιος «παιγνίδι στη χλόη» και μπορούσε να μιλή πολλή ώρα γι' αυτό, όταν άφινε τα παιγνίδι κ' έτρεχε να διηγηθή της μαμάς τις ανακάλυψες που έκαμε.
Δεν το κατώρθωσε όμως, όχι τάχα πως είχε τότες κακή θέληση, μα γιατί καθότανε σε μιαν καρέγλα κ' έγραφε στα γόνατά του, κ' έτσι δεν πρόφταινε, αφού πιο γρήγορις από το κοντύλι τρέχει πάντα η κουβέντα. Έβαλε το λοιπόν κάτι πράματα, που δεν τα είπα στη ζωή μου, όπως θα το καταλάβη ο καθένας από μερικούς τύπους που θα μου τους δάνεισε ο Μποέμ, γιατί εγώ δεν τους συνηθίζω.
Λέξη όμως δε βγάζαμε κι όταν γυρνούσα προς το μέρος, όπου καθότανε η γυναίκα μου, αιστανόμουνα πως έκλαιγε, χωρίς να την ακούω. Πιο δυστυχισμένοι δε θα μπορούσαμε να είμαστε, αν ένας από μας ή κ' οι δυο είχαμε να κρύψουμε αναμεταξύ μας κάποιο σκοτεινό μυστικό. Κι όμως κ' οι δυο γνωρίζαμε πως τέτοιο δεν υπήρχε. Είσαι δυστυχισμένη μαζί μου, Έλσα; τη ρωτούσα.
Ο Θανάσης ο Βιόλας, που καθότανε σκυφτός, μετρώντας τους κόμπους του κομπολογιού του, σήκωσε άξαφνα το κεφάλι του και χαμογέλασε. — Τι θέλεις να μας πης, Γιαννιό; είπε. Μην τύχη κι' αγαπάη το Μαθιό το κορίτσι; Κάτι θα ξέρης του λόγου σου. Ο Μαθιός κοκκίνησε ως ταυτιά. — Δεν ξέρω ποιον αγαπάει! είπε. Την καρδιά της την ορίζει ν' αγαπήση όποιονε της αρέσει. Κανενός δεν πέφτει λόγος.
Όταν όμως μένανε μόνοι η μαμά κι ο μπαμπάς, έλεγε ο τελευταίος συχνά: — Είναι γερός και χαρούμενος όσο δεν είτανε ποτέ. Γιατί μιλεί πάντα για το θάνατο; Και κείνη απαντούσε: — Δεν του μιλώ εγώ γι' αυτόν. Οι στοχασμοί του έρχουνται και φεύγουν όπως θέλουν. — Βλέπεις; Έδειξε κάτω στο ακρογιάλι. Εκεί καθότανε ο Σβεν μόνος και φαινότανε υπερβολικά ευτυχισμένος και χαρούμενος.
Ξακολούθησα λοιπόν να γράφω το βιβλίο μου δίχως να μ' ενοχλή κανείς κάθε πρωί κ' η γυναίκα μου πηγαινοερχότανε σε μένα και σε κείνον, καθότανε στην κάμαρα του Σβεν — που είταν ήσυχος, όταν την ένοιωθε κοντά του — κι όταν ο μικρός κοιμότανε, έβγαινε όξω νανασάνη καθαρόν αέρα και να μου διηγηθή όλα τα καλά σημεία, που πίστευε πως έβλεπε πάντα το προσεχτικό της μάτι.
Λάτρα μονάχα θέλει και προσοχή μεγάλη. Εγώ θα ξαναρθώ το βράδυ. Πήρε το καπέλλο του και το μπαστούνι με το κοκκαλένιο χερούλι, χάιδεψε πάλι τον άρρωστό του στις πλάτες, έγνεψε κάτι στον Βαγγέλη, που καθότανε δίπλα του, και φεύγοντας παράγγειλε στις γυναίκες ναδειάσουνε τον τόπο. Εκείνες φύγανε μουρμουρίζοντας κι' αποπίπω τους ο γιατρός.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν