Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Και ο Ευρύμαχος απάντησε, το τέκνο του Πολύβου• «Ω γέροντ', έλα πήγαινε σπίτι σου, των παιδιών σου να προμαντεύης, μη κακό τους εύρη αυτού κατόπι• κ' είμ' εγώ μάντις εις αυτά πολύ καλήτερός σου. 180 όρνεα πολλά 'ναι όπου πετούν 'ς τον ήλιον αποκάτω, και όλα δεν είναι μαντικά• κ' εχάθ' ο Οδυσσέας πέρα, που να 'χες συντριφθή και συ μαζή μ' εκείνον. και τότ' εδώ δεν θα 'λεγες ταις τόσαις προμαντείαις, ουδ' έτσι τον Τηλέμαχο θα εκέντας 'ς την οργή του, 185 για δώρα, οπού 'ς το σπίτι σου να στείλη αυτός ελπίζεις. αλλά θα σ' είπω φανερά, και ό,τι θα 'πω θα γείνη• αν συ, 'που ηξεύρεις και πολλά και παλαιά, τον νέον παρακινήσης 'ς την οργή με λόγια αυτόν πλανώντας, κ' εκείνου τα παθήματα μάθε που θε ν' αυξήσουν, 190 και τίποτ' εξ αιτίας σου δεν θέλει κατορθώσει• και σένα πρόστιμο βαρύ θα βάλουμεν, ω γέρε, 'π' όταν πληρώσης, μέσα σου πολύ θ' αδημονήσης. και τον Τηλέμαχον, εμπρός 'ς όλους, θα συμβουλεύσω• να υπάγη εις τον πατέρα της ας είπη της μητρός του• 195 τον γάμο αυτοί θα κάμουσι, και θα ετοιμάσουν δώρα πολλότατ', όσ' αρμόζουσιν αγαπημένης κόρης. και ως τότε θέλει ακολουθούν την βαρετή μνηστεία οι Αχαιοί, γιατί κανείς, θαρρώ, δεν μας φοβίζει, ούτε ο Τηλέμαχος αυτός, και ας είναι πολυλόγος. 200 ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τα όσα προμαντεύεις εις τα χαμένα, και αποκτάς σφοδρότερο το μίσος. και τα καλά του ελεεινά και αγύριστα θα τρώγουν, όσον αυτή 'ς τους Αχαιούς τον γάμο αργοποράει. και ολοκαιρής προσμένοντας εμείς φιλονεικούμε 205 για τούτην 'που 'ναι ασύγκριτη, και δεν ζητούμεν άλλαις, όποιαν καθένας απ' εμάς να νυμφευθή ταιριάζει».
Ας ρίξουνε και μια ματιά στο Ταξίδι· αμύνεσθαι περί πάτρης, το λέει και το ξώφυλλο. Μπορεί τώρα ο καθένας, κι ο κ. Σωτηριάδης ο ίδιος, να τα δη μαζωμένα όσα έγραψα, στα Ρόδα και Μήλα. Μπορεί μάλιστα να δη πως κι ο κ. Σωτηριάδης και κάμποσοι άλλοι, χρωστούνε κάποιο σέβας σ' έναν άθρωπο, που ίσα ίσα γιατί δε ζη στην Ελλάδα, δείχνει πως δουλέβει αφιλόκερδα για την Ιδέα. Είμαι πολύ, μα πολύ κουτός.
Μα κι ο προομηρικός στίχος που λέγαμε, είμαι βέβαιος που πολλή ποίηση δε θα είχε. Ας ελπίζουμε που κι ο Πρόδρομος κατόπι, — σαν το στίχο τούτο ή ας είναι και σαν τα Serments de Stasbourg, — θα γεννήση καμιά ποίηση μεγαλήτερη. Όταν τρέχει ο ποταμός, ο καθένας μπορεί να διή τα νερά του· το δύσκολο είναι να βρη την πηγή του.
Έδινε ο καθένας ό,τι είχε. Εμείς δεν είχαμε τίποτις άλλο να δώσουμε, έδωσα λοιπόν τη βάρκα μου, κ' έμεινα με τα δίχτυα, και με την ελπίδα πως ήρθε η ώρα μας και θα δούμε και μεις άσπρη μέρα. Τη βλέπαμε τη βαρκούλα σαν έφευγε δεμένη πίσω από μια γολέττα, και της φωνάζαμε «στο καλό». Έπιασαν τόπο οι γολέττες εκείνες, το ξέρω.
Άλλως τε, επρόσθεσε, ούτε τραγικά, ούτε κωμικά συμβάντα υπάρχουν· είνε όπως τα παίρνει καθένας. — Την ιστορίαν, την ιστορίαν! Ο γέρων ήρχισε. Και τον ητενίζαμεν κατά πρόσωπον, ακούοντες με προσοχήν, ενώ ο πυρρωνιστής μας εχασμάτο ημικεκλιμένος επί ενός σοφά.
Τέλος, ενώ οι δυο βασιλιάδες έκαναν δοξολογίες, καθένας στο στρατόπεδό του αποφάσισε να πάη σ' άλλον τόπο να φιλοσοφή για τις αιτίες και τ' αποτελέσματα. Πέρασε πάνω από τους σωρούς των σκοτωμένων και κείνων που ξεψυχούσαν κ' έφτασε πρώτα σ' ένα γειτονικό χωριό. Ολόκληρο ήτανε στάχτη. Ήταν ένα χωρίο αβαρικό, που οι Βούλγαροι τόχαν κάψει, σύμφωνα με τους νομούς του δημοσίου δικαίου.
Είπα μετάφραζε, γιατί δε γύρεβε να κλέψη μια ή δυο λέξες αρχαίες, χωρίς να τις καταλάβη καλά. Έβαζε τον Ισοκράτη στην κοινή γλώσσα εκείνης της εποχής, για να μπορέση ο καθένας να τον ακούση.
Ξέρω όλη την Αθήνα, και τρυπόνω η μαργιόλα 'στο σαλόνι, 'στην κουζίνα, σ' όλους, σ' όλαις, και εις όλα, για να μάθω κάθε σχέσι, κάθε μια ξετσιπωσιά, αν και διόλου δεν μ' αρέση η πολλή κακογλωσσιά. Ξέρω πράγματα . . . πω! πω! που καθένας θα τρομάξη· μα δεν θέλω να τα 'πω, ο θεός να με φυλάξη!
Η φύσις μας κλίνει πολύ εις αυτήν, και όμως αρκεί άπαξ μόνον να έχωμεν την δύναμιν να βιάσωμεν τον εαυτόν μας, και η εργασία φεύγει τότε από τα χέρια μας, και ευρίσκομεν εις την ενέργειαν αληθή ευχαρίστησιν. — Η Φρειδερίκα επρόσεχε πολύ, ο δε νεανίας αντείπεν ότι δεν είναι κανείς κύριος του εαυτού του, και ολιγώτερον από όλα δύναται να εξουσιάση τα αισθήματά του. — Εδώ πρόκειται περί δυσαρέστου αισθήματος, απεκρίθηκα, του οποίου καθένας αγαπά ν' απαλλάσσεται, και κανείς δεν ηξεύρει πόσον εκτείνονται αι δυνάμεις του, πριν τας δοκιμάση.
— Αφού λοιπόν είμεθα σύμφωνοι, επανέλαβεν ο Ερυξίμαχος, ότι καθένας είνε ελεύθερος να πίνη όσον θέλει, χωρίς να εξαναγκάζεται, προτείνω την μεν αυλητρίδα που ήλθε προ ολίγου να την αφήσωμεν να πηγαίνη στο καλόν. Ας παίξη με τον αυλόν της να διασκεδάση μόνη της, ή αν θέλη ας παίξη να διασκεδάση τας γυναίκας μέσα· ημείς δε ας περιορίσωμεν την συναναστροφήν μας σήμερον εις συνομιλίαν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν