United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είδα την Λήδαν έπειτα, την νύμφη του Τυνδάρου, 'που του Τυνδάρου εγέννησε τα τέκνα τα γενναία, τον Κάστορα ιπποδαμαστή, τον πύκτη Πολυδεύκη, 300 'που και τους δύο ζωντανούς κατέχ' η γη γεννήτρα. αυτούς και κάτω από την γην ετίμησεν ο Δίας, πότε να ήναι ζωντανοί και πότε πεθαμένοι, καθένας την ημέρα του• και ωσάν θεοί τιμώνται.

Ναί, πριν σκοπό δεν τόχω εγώ ν' αγγίξω πια κοντάρι, 650 πριν ο λεβέντης Έχτορας τους κάψει τα καράβια και πάρει ομπρός το στράτεμα εδώ ως στα σύνορά μου. Ειδέ όσο από καλύβα μου κι' από δικό μου πλοίο, πίσω θαρρώ θα βασταχτεί κιας λαχταράει πολέμους655 Είπε, κι' εκείνοι παίρνοντας διπλόγουβα ποτήρια, ένα ο καθένας, στάλαξαν, και στο καραβοστάσι γύριζαν πάλι, και μπροστά περπάταε ο Δυσσέας.

Άλλοι που το πρωί δε σκέφτηκαν πως μπορούσε να πεινάσουν, ρώταγαν τις γυναίκες τους αν μαγέρεψαν τίποτα. Την ώρα όμως που το κόνισμα άγγιζε σχεδόν στην πόρτα της εκκλησιάς, μια φωνή τρεμάμενη μα δυνατή ακούστηκε : — Σταθήτε!... Όλοι πάψανε αμέσως· κόπηκαν οι ψαλμοί μέση· στάθηκε καθένας στη θέση του όπως βρέθηκε. Ήταν ο Τσαϊπάς που έβγαλε τη φωνή· δε μπόρεσε να κρατηθή περισσότερο.

— Ό,τι ορίσης συ· διότι οφείλομεν να σε υπακούωμεν· ιατρός γαρ ανήρ πολλών αντάξιος άλλων · διάταξε λοιπόν ό,τι θέλεις. — Άκουσε τότε, είπεν ο Ερυξίμαχος. Ημείς, πριν να έλθης συ, είχαμεν εύρει πρέπον να ομιλήση καθένας με την σειράν του, όπως θα ημπορούσε καλύτερα, περί Έρωτος, εγκωμιάζων αυτόν, αρχής γινομένης εκ δεξιών. Και ημείς μεν οι άλλοι όλοι ωμιλήσαμεν.

Οι δε Αθηναίοι εχρεώστουν να καταλάβουν το Δήλιον, το εν τη Τανάγρα προς την Εύβοιαν εστραμμένον ιερόν του Απόλλωνος, όλα δε ταύτα έπρεπε να γίνουν συγχρόνως και εν ωρισμένη ημέρα, διά να μη δυνηθούν αι Βοιωτοί να τρέξουν εις βοήθειαν του Δηλίου, αλλά καθένας απ' αυτούς να κινηθή προς βοήθειαν της ιδίας αυτού πόλεως.

Δεν ημπορώ να σας διηγηθώ τον μέγαν αριθμόν των οστρειδίων που εβγάλαμεν· εκάμαμεν τρεις ημέρες ολόκληρες διά να τα ανοίξωμεν, και διά να μοιρασθούμεν τα μαργαριτάρια· τόσον που καθένας έμεινεν ευχαριστημένος διά το μερτικόν του. &Συμβεβηκός Ε'. του Αμπουλβάρη.&

Κιαπέ αρχηνάν σοφώτατα, τα πάντα να ξηγούν, Αιτιατά και αίτια, να φυσιολογούν. Σαν αποσυνομίλησαν για ώρα αρκετή. Καθένας στην αράδα του λοιπόν, γνωμοδοτεί, Και πρώτος, λέει ο νιότερος, του στήθους πλησμονή· Από πληθώραν αίματος, θεωρώ τον ασθενή. Και όλα τα συμπτώματα, κι' οι χτύποι του σφυγμού Μας δείνουν τέλια φλόγωσι ανώτατου βαθμού.

Και πρώτον μεν οι λιθοβόλοι, οι σφενδονήται και οι τοξόται ήρχισαν την μάχην αμφοτέρωθεν· και καθώς συμβαίνει εις τους ψιλούς, πότε οι μεν, πότε οι δε ετρέποντο εις φυγήν έπειτα δε οι μάντεις έφεραν τα καθιερωμένα σφάγια και αι σάλπιγγες παρώτρυναν τους οπλίτας να συμπλακούν· οι δύο δε στρατοί εκινήθησαν συγχρόνως, οι μεν Συρακούσιοι, διά να πολεμήσουν υπέρ της πατρίδος των, με την ιδέαν καθένας της παρούσης σωτηρίας του και της μελλούσης ελευθερίας του, οι δε εναντίοι δι' άλλον λόγον· οι μεν Αθηναίοι, διά να οικειοποιηθούν ξένην χώραν χωρίς να βλάψουν την ιδικήν των, εάν ηττώντο· οι Αργείοι και οι αυτόνομοι σύμμαχοι, διά να μετάσχουν μετά των Αθηναίων εις τας κατακτήσεις, διά τας οποίας ήλθον, και διά να επανίδουν την πατρίδα των νικηταί· τέλος οι υπήκοοι σύμμαχοι με την ιδέαν ότι τότε μόνον θα εσώζοντο, εάν ενίκων, και ότι συντελούντες εις την υποδούλωσιν των άλλων θα ανεκούφιζον την ιδικήν των δουλείαν.

Έβγαλε το μαντήλι και σκούπισε τα μάτια του. — Ο Θεός να μας λυπηθή να μας αναπάψη. Στον καφενέ, αμίλητοι όλοι, είχαν καρφώσει τα μάτια τους απάνω στον Μπαρμπα-Νικόλα και τον κύτταζαν. Βουρκωμένα τα μάτια ολωνών. Καθένας συλλογιζότανε τα δικά του τα χάλια. Το σκοτάδι άρχισε να πέφτη από τον ουρανό. Ο ξένος γύρισε και κύτταξε ολοτρόγυρα.

Όπως γρήγορος πέρασες αέρας με τη θερμή σου ασπέδιστην ορμή, σα φέγγος στο αχνοχάραμα της μέρας τις καταχνιές που κυνηγά και σβει· αν τις έσβησες δε μας πολυμέλει, φτάνει συχνά το ότι καθένας θέλει. Και συ θέλησες όσα άλλον κανένα δε φλόγισαν ολόγυρα από σε. Μα ποιος έχει όσα θέλησε φτασμένα, ποιος έπιασε όσα ζήτησε ποτέ; Και τα φτερά, όσο πιο ψηλά τραβούνε, μη σκληρότερα οι Μοίρες δεν τα σπούνε;