United States or Madagascar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάθεται κλεισμένη μέσα, και άμα φανή κανένα καράβιτο λιμάνι μπρος, νά σου και πετιέται όξω. Είνε ένα θάμα αυτή η χριστιανή. Την Παραμονήν των Χριστουγέννων η θεια Μυγδαλίτσα είχεν εγερθή οξέως ωργισμένη κατά της κόρης της, καθ' εαυτής, κατά πάντων.

Ύστερ' απ' αυτή την κουβέντα, άνοιξε ομιλία για την άλλη την ιστορία, του Πανάγου. Πότε πρόφταξε και πήρε το γύρο της η καινούρια η όψη που της κάθισε ο Πάτερ Χαράλαμπος και μάλιστα δίχως φημερίδα, είνε κι αυτό θάμα που μονάχα στα χωριά γίνεται. Ως κ' οι τρεις οι Τούρκοι το ξέρανε, πως είταν ψέματα και πως έγινε λάθος, κι ανακατέψανε στην υπόθεση μέσα τη Μιχάλαινα, λέει, αντίς τη Μαζώχτρα!

Κοντολογία: αυτός ο παπάς είταν το θάμα όλων των χωριών, που είταν γύρα στο Μικρό Χωριό, κι' οι Μικροχωρίτες τον αγαπούσαν πλειότερο, γιατί έλεγε όλα τα γράμματα, που είναι μπροστά από τη λειτουργιά στο δρόμο, από το χωριό του ως το Μικρό Χωριό, κι' άμα χτυπούσε το σήμαντρο, έμπαινε αμέσως στη λειτουργιά.

Σε είχα πρωί πρωί προσμείνει και σε περίμενα ολημέρα κι ήρθες το δείλι προς το βράδυ. Και μου είπες: όχι στο λαγκάδι κι όχι στο δάσος, μου είπες, πέρα και στο βουνό με τον αέρα. Κι ούτε στον κάμπο, μου είπες πάλι, κι ούτε στο λόφο περαπέρα κι ούτε στο πράσινο ακρογιάλι, μα πιο μακριά κι ακόμα πέρα που φωτεινότερη είναι η μέρα. Ήταν αλήθεια κι ήταν θάμα, οι πάγοι ρόδα είχαν γεμίσει.

Αφτοί έτσι τότες παίρνουνε την αμμουδιά άκρη άκρη του πολυτάραχου γιαλού, πολλά περικαλώντας της γης το σείστη Ποσειδό το θάμα του να κάνει και την περήφανη ψυχή να πείσουν τ' Αχιλέα.

Μονάχα ο γέρος ο Θεός, σαν έσκυβε και τους καμάρωνε απ' τα ουράνια, μετανοούσε που είχε χωρίσει μια ψυχή σε δυο κομμάτια και πάλι θαύμαζε το θάμα του στης ομορφιάς και της καλοσύνης το ξαναταίριασμα. Ο Πέτρος κ' η Μαρία είχανε μια ψυχή. Κ' η ψυχή τους είχ' ένα φως. Και το φως των ουρανών έμπαινε και πλημμύριζε τα δυο κορμιά τους από ένα παράθυρο.

Τώρα πρέπει να βγη το ψωμί όπως όπως. Θα πης, και τι να σου κάμη λαός που φορτώνεται πεθαμμένη γραμματική που χρειάζεται ζωή αλάκερη να τη μάθης! Θάμα είναι κι αυτό που σου κάμνει. Θάμα που έχουμε πέντ' έξη νομάτους στη χώρα και μας γράφουν την κορακίστικη δίχως να μας φέρνουν ανέκατο... Τάχα λες πως όλοι θα γίνουμε μια μέρα σαν κι αυτούς τους πέντ' έξι; Σπολλάτη!

Η άλλη έλεγε· να ζήσει και να προκόψει το Ελληνικό Έθνος και να συγκυριαρχήσει με τον Τούρκο στην Ανατολή, παίρνοντας αγάλι αγάλι τη θέση του Τούρκου, για να γίνει ξανά το θάμα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας.

Στο τιμόνι απάνω, ένας γέρος ψηλός, με το ράσο, με την άσπρη γενεάδα, που έφεγγε το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. Μείναμε ξεροί. Κάναμε το σταυρό μας. Μπήγει μια φωνή ο λοστρόμος: «Μέγας είσαι, ΚύριεΣαστίσαμε όλοι· τρέμαμε στα πόδια μας σαν τα καλάμια. «Δεν είδατε μωρέ το θάμαξαναλέει ο λοστρόμος. «Ο Άη-Νικόλας, κουμαντάρει το μπάρκο. Σύσσωμος απάνω στο τιμόνιΚάναμε το σταυρό μας.

Φέρτην, αστρί, τη Χρύσω μου φέρτην στον έρωτά μου. Το δεξί μάτι μου φλυτρά μη θα γενή το θάμα; Ω Χρύσω, που το χνώτο σου μοσχοβολάει σα γάλα, Κι' ολόβολη μοσχοβολάς σαν άνθι από θυμάρι, Πούσε οχ τα χιόνια ασπρότερη της Παγωμένης Ράχης, Σαν την αγράμπελη ανθερή, γλυκειά σαν την παγούδα, Σαν την αρνάδα κάλεσσα και σαν τη χλόη δροσάτη.