Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 13 Ιουνίου 2025
Από τα παλιά της χρόνια γεμάτη αυτή ζωή και δραστηριότητα· από τα παλιά της στολισμένη με το περίλαμπρο εκείνο παλάτι της, θάμα του κόσμου. Μα ας πάρουμε οδηγό μας τον Αχιλλέα τον Τάτιο, κι ας «κοσμογυρίσουμε», καθώς ο ίδιος λέει, τους απέραντους και καταστόλιστους δρόμους της.
"Ω, Θεέ μεγαλοδύναμε, μεγάλο θάμα κάνεις, Τέτοιαν πανώρια λυγερή να σέρνη απεθαμμένος!„ Τάκουσε πάλε η λυγερή και ράγισε η καρδιά της· "Άκουσες, Κωσταντάκη μου, τι λένε τα πουλάκια; Πες μου, πουν τα μαλλάκια σου, το πηγουρό μουστάκι;„ "Μεγάλη αρρώστια μ' έβρηκε, μ' έρριξε του θανάτου· Μου πέσαν τα ξανθά μαλλιά, το πηγουρό μουστάκι.„
Κι' η μάννα γύρω γύρω 315 πετούσε, τα πουλάκια της θρηνώντας· μα το φίδι γυρνάει, και μες στους θρήνους της την πιάνει απ' τη φτερούγα. Και σαν την αποτέλιωσε κι' αφτή και τα πουλιά της, το θάμα θέλησε ο θεός, που τόδειξε, για πάντα γνωστό να μείνει, και άλλαξε το δράκο σε λιθάρι.
— Μεγάλος πως είνε ο Θεός το γνώριζα, Μυλόρδε μου, από κείνη τη δουλειά τη Σφακιανή· μα όχι και τόσο μεγάλος καθώς λέω πως είνε τώρα μ' αυτό του το θάμα! Και του λόγου σου τι θα κάμης ώσπου να γυρίσουμε πίσω; — Βλέπω κ' έχει ένα τεφτέρι ο Προεστός άγραφο.
Μοναχά η Κώσταινα, η νυφοκόρη του χωριού, δεν ανακατεύτηκε στες κουβέντες, αλλά στέκονταν κοντά στην εικόνα της Παναγιάς, την παρακαλούσε μέσα πο τα φυλλοκάρδια της να κάνη το θάμα της, και να φέρη τον Κώστα της, που έλειπε σαράντα χρόνια στην Ξενιτειά.
Όλα έδειχναν, απάνω τους πεσμένη, μίαν ανέκφραστη γαλήνη κι ανάπαυση. . . Ω ! τι θάμα !: η μυγδαλίτσα, η μικρή ζαρωμένη μυγδαλίτσα είχε ανθίσει άξαφνα, εκείνην τη νύχτα. . . Η Λιόλια πήγε κοντά της : δυο ανθάκια ήταν όλο κι όλο ανοιγμένα· μα είχε κι άλλα μπουμπούκια έτοιμα να ξεσκάσουν.
Τόμαθαν· έτρεξαν οι καλόγεροι, το πήραν στο μοναστήρι τους και το λιβανίζουν μερόνυχτα. Έτσι μίλησε ο Αρλετής και το χωριό ανατρόμαξε σύσπιτο. Θρησκευτικός ανεμοστρόβιλος εσήκωσε για μιας του λαού την αδιαφορία. Μικροί μεγάλοι είπαν πως είνε θάμα. Και συμφώνησαν όλοι πως το θάμα πρέπει να το πάρουν στο χωριό, τιμή και φυλαχτό του τόπου τους. Λίγο τάχα είνε νάχης έναν άγιο πατριώτη!
Πέφτει κι αρρωστά· φωνάζει το γιατρό· μέσα του όμως φωνάζει κ' έναν άγιο. Όλη του η ζωή είναι σαν ένα θάμα παντοτεινό. Μοναχός του τίποτα δεν κατορθώνει. Τις κλωστίτσες εκείνες θαρρεί πως κάποιος κάπου τις βαστά και πότε τη μια τραβά, πότε την άλλη· έτσι κι ο Ρωμιός πότε καλά, πότε κακά, πότε χαίρεται, πότε λυπάται. Μόνο την έννοια του έχει ο ουρανός.
Κι' όλο βλέπανε, κι' όλο βλέπανε τις ομορφιές του κόσμου με τα δυο μεγάλα καταγάλανα μάτια τους και ποτέ δεν χόρταιναν. Τα μάτια του Πέτρου ήτανε γλυκά βασιλεμένα, σαν να τα χρύσωνε πάντα ένα ομορφόνειρο. Και δεν ήτανε θάμα στη γη που δεν τόξερε ο Πέτρος, δεν ήτανε φως, δεν ήτανε χρώμα, δεν ήτανε χάρι κι' ομορφιά που δεν το γνώριζε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν