Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Ήμουν νιός και γέρασα, θαλασσοπνίγηκα, τσακίστηκα, παντρεύτηκα και χήρεψα, παιδιά έκανα και παιδιά έθαψα, τρία καράβια πέρασαν από τα χέρια μου και πάνε κατά διαβόλου, σπίτια είχα και σπίτια ξέκανα, εληές είχα και ξεράθηκαν, ζωντανά και ψόφησαν, και ο Μοναχάκης Μοναχάκης και η «Αθηνά» «Αθηνά». Δόξα νάχη ο Θεός! Να ζήσουνε και να γεράσουνε!
Επέρασε μες από το φεγγίτη της πόρτας τα δώρα πούχε φέρει του καλού της ένα ένα. Έστησαν ύστερα ολόθερμην κουβέντα οι δυο τους, αγαπημένο αντρόγυνο· εκείνος μες από τα σίδερα χλωμός, κ' εκείνη ροδοκόκινη απόξω. Τούπε ότι εγένησε διπλάρια, «να της ζήσουνε!» η Βασίλενα· ο Τόλιας επαντρέφτη, ακούς· «μας άφησε πια χρόνους κ' η Θεια-Σίγουρη!» Χιλιαδυό καινούρια άλλα, που διαφερόταν ο Βεργής.
Όλα τα δίκηα δικά σου είνε. Μη φοβάσαι Κ' οι ένορκοι ανθρώποι είνε σαν και μας. Θα δούνε το δίκηο σου και θα κρίνουνε. Δε θα σ' αφήσωμε να χαθής. Χαμογέλασε. — Τι να την κάνω τη ζωή; είπε. Ας ζήσουνε οι κατεργαρέοι. Γι' αυτούς είνε ο κόσμος... Σώπασε. Σε λίγο σάλεψε πάλι τα χείλια του, σαν να μιλούσε με τον εαυτό του. — Μιας γενιάς άχτι! μουρμούρισε. Και δεν ξαναείπε λέξι.
Τα ορφανά μου τα παιδιά, σ' εσέ, ω θεά, ταφήνω να γίνης συ μητέρα τους, κι' όταν η ώρα έλθη δώσε στ' αγόρι σύζυγον, όπου να του ταιριάζη, και δώσε και της κόρης μου τον άνδρα, που της πρέπει. Προστάτευσε τα, δέσποινα, να μη χαθούν κ' εκείνα, όπως εγώ η δύστυχη, απάνω στον ανθό τους, αλλά να ζήσουνε πολύ, και να πεθάνουν γέροι στον τόπο που γεννήθηκαν, στο χώμα της πατρίδας».
Ο ένας άξαφνα κάθεται τη νύχτα και δουλέβει, με τη λάμπα αναμμένη· ο άλλος πάλε σηκώνεται με τα χαράματα και τραγουδάει όλη μέρα· δεν είναι δυνατό οι δυο αφτοί να ζήσουνε στην ίδια κάμαρα. Όταν κανένας δε μου φαίνεται νάχη σωρό σωρό ιδέες ή τουλάχιστο τέτοιες ιδέες που ναξίζη να ξετάσης τι είπε και τι δεν είπε, αποφέβγω και γω τα βιβλία του.
— Να ζήσουν τα παιδιά μας ! να ζήσουνε ! και με γιους ! . . . — Μακάρι Παναγιά μου, μακάρι· και σταρχοντόπουλά σας ! τους εύχονταν οι Μαλαματένιοι. Τρέχανε κ' οι δυο από παρέα σε παρέα, έπαιρναν κ' έδιναν ευκές, κουβαλούσαν φαγιά, κρασιά ό,τι ζήταγαν. Φρόντιζαν να μη φύγη παραπονεμένος κανείς. Ο γέρος κάπου κάπου τράβαγε και κανένα κρασάκι· η γριά θύμωνε και μουρμούριζε·
Κ' έχουν συντρόφους τους αετούς, τ' αηδόνια, τα ξεφτέρια, Δεν 'βάσταξαν να ζήσουνε 'ς τους Τούρκους σκλάβοι δούλοι. Και παν' απάνου 'ς τα βουνά 'ς τον Πίνδο και 'ς το Σούλι 'Σ τα βράχια, 'ς τα ελάτια, Που έχει η Ελευθεριά τ' άσπρα της τα παλάτια. Και 'ς το 'Βαγγέλιο, 'ς το Σταυρό είνε βαρηά ωρκισμένοι Κι' όλοι αποφασισμένοι Ή να την διώξουν την Τουρκιά ή όλοι να 'ποθάνουν.
Μια και μοναχή, που βάλαμε το αίμα τους μέσα στις φλέβες μας, και μας έδωσε δύναμη και ζωή· εφτάψυχους μα τον προφήτη μας έκαμε. Κ' έτσι ριζώσαμε, και με το αίμα τους τούς κρατούμε. Θα μου πήτε, ξεθύμανε πια κι αυτό. Αν όμως ξεθύμανε μέσα μας, μέσα τους ξεθύμανε άλλο τόσο. Αυτοί καταντήσανε, μάτια μου, να θαρρούν πως δεν μπορούν πια να ζήσουνε δίχως εμάς, τέλειωσε! Έγεινε φυσικό τους να σκύβουν.
Φέρε των παιδιών κρασί μπρούσικο, Γιάνη, και πες του κυρ Μήτρου να τα κουρντίση, κ' ίσια στο δικό μας με τα παιχνίδια! Καλά στεφανώματα, αφεντικό, και να σου ζήσουνε, να γεράσουνε! Κωστ. Μπρος, παιχνίδια, και πίσω παλικάρια. Μια πέρδικα. — μια πέρδικα, μονάκριβη Την είχε η μά — την είχε η μάννα στο κλουβί, έρχεται άγουρος την παίρνει, και στα ξένα τηνε φέρνει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν