United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' έτσι έχοντας τα δυο παιδιά μου στην αγκαλιά, θα λάμψη και για μένα ο ήλιος, θ' αστράψη ένας νέος κόσμος και για μένα». ΣΤΑΥΡΟΣ Γλυκές ελπίδες, μα πάντα ελπίδες. Κι ο πατέρας; ΓΙΑΓΙΑ Αχ! ο πατέρας σου. Ο ίδιος πάντα. Όλο πλουταίνει, όλο και πλουταίνει. Οι δουλειές του, φαίνεται, πάνε περίφημα. Έτσι τουλάχιστο ακούω, γιαΤι αυτός ποτέ δε δίνει λογαριασμό σε κανένα.

Πηγαίνω και γω κάποτες να διώ, τρέχω με τους άλλους, και μάνι μάνι γυρίζω πάλε σπίτι με το βαποράκι που κατεβαίνει τον ποταμό. Τέτοια κ' η ζωή μου. Έρχουμαι από τα πανηγύρια κι από τις χαρές, και να που βρέθηκα με μιας ολομόναχος στην έρημη τη σπηλιά. Κατοικούσα παλάτι λαμπρό· το είχα χτίσει ο ίδιος. Έβαλα μέσα πλούτο και θησαβρούς, έβαλα χρυσές ελπίδες και μάνταλο χρυσό. Έβαλα μέσα ό τι είχα.

Φωνές και κατάρες έρχουνταν απ' όλη την εξοχή κι ο αέρας φαίνουνταν πως γέμιζε από κύματα οργής και θυμού και απελπισμού. Α! ο Θεός είταν πολύ άδικος, πολύ άδικος. Τόρα πάνε τα γλυκά όνειρα, οι καλές ελπίδες.

Ο δε και μετά τον γάμον διαμείνας πιστός πρώτος μνηστήρ, αφ' ενός μεν θέλων να επανίδη έτι άπαξ την νεκράν φίλην του, αφ' έτερου δε ενθυμούμενος ότι αύτη παιδιόθεν υπέκειτο εις μακράς λιποθυμίας, εδωροδόκησε τον νεκροθάπτην και απεκόμισεν οίκαδε το νύκτωρ εκταφέν σώμα. Αι κατά το φαινόμενον χιμαιρικαί αυτού ελπίδες εστέφθησαν υπό ανελπίστου επιτυχίας.

Ο Έφις όμως ξανάβρισκε την ψυχή του και του φαινόταν ότι γύριζε στο σπίτι του πόνου του σαν τον άσωτο υιό, αφού προηγουμένως είχε σκορπίσει όλες τις ελπίδες του.

Δεν εφοβήθηκες, μωρέ, το Θεό! τη θάλασσα δεν εφοβήθηκες! Μα έχω τις ελπίδες μου!... Θάλασσα, μωρέ, αν είνε θαν το δείξη, αργάγλήγορα!... Είδα κ' έπαθα ώστε να τον ησυχάσω. Τέλος επήρε να νυχτώνη και κακά σημάδια άρχισε να δείχνη ο καιρός. Ο ήλιος εβασίλεψε μαραμένος πίσω από τη Σίφνο. Τα ουρανοθέμελα εσκούραναν και οι χαμηλές στεριές άσπρισαν γύρω σαν κιμωλία.

Αισθάνομαι ό,τι θα αισθανόταν ένας που θα ξαναγύριζε στο κατακαμμένο, το κατεστραμμένο φρούριο, που κάποτε ένας ακμαίος ηγεμών το οικοδόμησε, και το εστόλισε με όλα τα δώρα της πολυτελείας και πεθαίνοντας το άφησε μαζί με πλήθος ελπίδες στον αγαπητόν του γυιό. 3 Σεπτεμβρίου.

Ξαφνικό χαλάζι πυκνό και κατάχοντρο παράδερνε τα χτήματα, τσάκιζε τις ελιές και τα δέντρα, παράσυρνε τη σταφίδα απ' τ' αλώνια στα χαντάκια, κάτω στο ποτάμι, πέρα στη θολή και μανιωμένη θάλασσα. Αντάρα πυκνή, θολό χάος σκέπαζε και γις και ουρανό. Η δυστυχία άπλωσε το βαρύ χέρι της και τσάκισε, και συνέτριψε και κόπους κι αγώνας, και όνειρα κι ελπίδες.

Ο βασιλεύς ακούοντας έτσι, τίποτε δεν απεκρίθη αλλά ευθύς εγύρισεν εις το παλάτι του, και εφανέρωσε της θυγατρός του τα όσα ο Δερβύσης του είπε, και την επαρακίνησε, να ξαναπάγη προς αυτόν, επειδή και έχει ελπίδες με την αγιότητά του να της βγάλη από την φαντασίαν το μίσος που έχει προς τους ανθρώπους.

Έφαγε και παρακάλεσε τη μαμά να πη χαιρετίσματα του «πατεράκη», όπως τον έλεγε, χαδευτικά όταν είταν πολύ χαρούμενος. Όλα τάζανε τις καλήτερες ελπίδες κι ωστόσο δεν μπορούσα να ησυχάσω. Έφτασα στη Στοκχόλμη στις εφτά το βράδι, τη στιγμή που έφευγε το τελευταίο βαπόρι, που μπορούσε να με φέρη σπίτι μου. Τράβηξα λοιπόν ίσια στο ξενοδοχείο, όπου πήγαινα πάντα. Είχε σκοτεινιάσει κ' έβρεχε δυνατά.