Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Ύστερα από λίγη ώρα, βρέθηκε σένα μαντρί κοντά, πούχε γαλάρια γιδοπρόβατα. Εκεί ζήτησε λίγο γάλα κι' ο πιστικός άρμεξε όλο το βυζί μιανής γίδας στο στόμα, του κατανήστικου κουταβιού. Άμα το γάλα μπήκε στην κοιλούλα του, το κουτάβι άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια, και κοίταξε κατάματα τον κυνηγό, κι' έκανε σα νάθελε κάτι να του ειπή, αλλά τι να του έλεγε ένα τέτοιο άλογο ζώο;
Αλλ' ο Κ. Πλατέας ήτο κατηφής. Τον εφόβιζεν η ιδέα του να συναντηθή με την νύμφην. Τι να είπη; Πώς να φερθή; Και έπειτα δεν ήτο εισέτι βέβαιος περί της συγκαταθέσεως. — Διατί η εξαδέλφη δεν έγραψε καθαρά Ναι ή όχι; Κοντός ψαλμός αλληλούια!
Να σας στείλω τον Κ. Λιάκον. Ο γέρων συνωφρυώθη. — Α! ο Κ. Λιάκος γνωρίζει την υπόθεσιν; Ο δυστυχής καθηγητής ενόησεν ότι έσφαλεν αναμίξας το όνομα του φίλου του εις την διαπραγμάτευσιν. Ητοιμάζετο να είπη τι, και αυτός όμως δεν εγνώριζε τι, αλλ' ο Κ. Μητροφάνης προλαβών τον απήλλαξε της δυσκολίας. — Καλά, είπε. Στείλατέ μου τον Κ. Λιάκον. Και χαιρετήσας εξηκολούθησε τον δρόμον του.
— Τι; τον ρώτησε τέταρτος. — Τι;.... Έχομε το παιδί του εδώ πέρα... — Και σαν τώχομε; — Να το βάλωμε στη θέση του πατέρα του....... κριτή. — Μπρε αλήθεια! Να το βάλωμε κριτή. Αν και μικρό ακόμα, θα ξέρη να ειπή κάτι, ως παιδί του κριτή μας. — Σπύρο — φώναξε — Σπύρο Τι γίνεται ο Σπύρος του κυρ-Χρήστου;
Όλοι οι χωριανοί ξύπνησαν νυχτούλια, ποιος να πρωτοπάη στην εκλησιά να ειπή και να κάμη &Χριστοσανέστη&. Επήγε κ' η καψο-Ζαχαρούλα η Νάκο-Μήτραινα, έρημη αφτή κι απομόναχη, με δυο λαμπάδες η άμοιρη, τη μια για τον Αργύρη της πια τον ακριβό της. Σήκωσαν οι χωριανοί Μεγάλη Ανάσταση κι απόλυκε η εκλησιά αχάραγο ακόμα.
Έπειτα, θα ειπή αυτός, ενώ ερωτήθης, καθώς το ομολογείς ο ίδιος, τι πράγμα είναι το ωραίον, αποκρίνεσαι εκείνο το οποίον είναι κατά τύχην όχι περισσότερον ωραίον παρά άσχημον; έτσι φαίνεται, θα του ειπώ. Ή συ τι με συμβουλεύεις, φίλε μου, να απαντήσω; Ιππίας. Αυτό βεβαίως. Και λοιπόν εν σχέσει βεβαίως προς τους θεούς, αν ειπή ότι δεν είναι ωραίον το ανθρώπινον γένος, θα ειπή την αλήθειαν.
Είπε, κ' εγώ του απάντησα• «Πηλείδη Αχιλλέα, των Αχαιών υπέρτατε, 'ς τον Τειρεσίαν ήλθα γνώμην να ειπή πώς θα 'φθανα 'ς την πετρωτήν Ιθάκη, τι 'ς άκραν γης Αχαϊκής δεν έχω φθάσει ακόμα, 480 και δέρνομαι ακατάπαυτα μακράν απ' την πατρίδα• αλλά, Πηλείδη, ωσάν εσέ μακάριος δεν ευρέθη ως τώρα κανείς άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι. σε ζωντανόν ωσάν θεόν δοξάζαμεν οι Αργείοι, και τώρα πάλι 'ς τους νεκρούς πολύς και μέγας είσαι• 485 όθεν ποσώς μη θλίβεσαι 'που απέθανες, Πηλείδη».
Λοιπόν, νομίζω, αυτό το ίδιον έπρεπε ο ίδιος νομοθέτης να σκεφθή και σχετικώς με τας ηδονάς, και να ειπή μόνος του εις τον εαυτόν του, ότι, αν εις τον τόπον μας οι πολίται μείνουν άγευστοι των μεγαλιτέρων ηδονών από την παιδικήν ηλικίαν, και αφού μείνουν αγύμναστοι εις το να συγκρατούνται και δεν αναγκάζονται να κάμνουν καμμίαν ασχημοσύνην ένεκα ψυχικής αδυναμίας προς τας ηδονάς, θα πάθουν το ίδιον με τους νικωμένους από τους φόβους.
Και ετοιμάζεται να φέρη το ξυράφιον επί την παρειάν αυτού, ότε ηχεί και πάλιν ο κώδων της ανοιγομένης θύρας, — Συ είσαι Θοδωρή; φωνεί ο Παρδαλός, προβάλλων ολίγον την σαπωνόφυρτον αυτού μορφήν διά της θύρας. — Όχι, αφέντη! απαντά κάτωθεν η φωνή της υπηρετρίας, είνε ένας κύριος, . . . θέλει κάτι να σας ειπή. — Ας περάση μίαν άλλην ώραν. Έχω εργασίαν,
Αυτά 'πε και τον έκαμε να κλάψη τον πατέρα• για τον πατέρα ως άκουσε χάμου έσταξε το δάκρυ, κ' εμπρός 'ς τα μάτια σήκωσε την πορφυρή χλαμύδα 115 με τα δυο χέρια• κ' ένοιωσεν αυτόν ο βασιλέας, κ' εβάλθηκε 'ς του λογισμού τα βάθη να μετρήση, θα τον αφήση αφ' εαυτού να ειπή για τον πατέρα, ή πρώτος θα ερωτήση αυτός, το πράγμα να εξετάση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν