United States or South Sudan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι αμέ δε θυμάσαι, καημένη, τότες που ήρθ' ο Γληγόρης μου από τη ξενιτειά, τι κακό έγινε ώσπου να μου πάρη το πρώτο φιλί; Σαν τρελλός με κυνηγούσε μες στην αυλή. Η παρέα τριγύρω, και γω με το δίσκο στα χέρια να χώνουμαι από δω κι από κει, ώσπου πρόβαλε στη μέση η θεια μου η Βαρβάρα και φώναζε πως αυτά μαθές δεν ταιριάζουνε σε τιμημένα κορίτσια. Περμ.

Κάθησε και με κοίταξε μ' ένα βλέμμα τόσο φωτεινό και βαθύ, σα να ήθελε να με κάμη να δω το βάθος της ψυχής της. — Πρέπει να μάθης ποιο είταν το χειρότερο απ' όλα, είπε.

Αν ανεβαίναμε πιο νωρίς, θ' ακούγαμε θλιβερές ιστορίες και δω. Θ' ακούγαμε πώς η μαυροφόρα, έχει πέντε χρόνια, να δη τον άντρα της. Πως ξενοδουλεύει να ζήση τρία παιδιά. Πως πλάκωσε κ' η αρρώστια, και πως πάει να πεθάνη το μικρότερό της. Κοίταξέ την καλά, τώρα που σηκώθηκε και τοιμάζεται, κι όλο τοιμάζεται να φύγη, κι όλο κρυφομιλεί.

Αφτά παντού ακολουθούνε, και το ξέρει όλος ο κόσμος πως αλλάζουνε οι γλώσσες· κρυφό δεν είναι, δεν είναι δω κανένας μάγος, μαγική καμιά δε θέλει, να τα μάθη ο καθένας. Όπως η αστρονομία θα ξετάση πώς τρέχουν και γυρίζουν ταστέρια, έτσι κ' η γλωσσολογία κοιτάζει πώς αλλάζουνε, πώς μορφώνουνται οι γλώσσες.

Απ' αυτόν τον τόπον σύρτε με μακρυά της αμαρτίας! Είμαι ο άμωμος αμνός της μυστικής θυσίας. Για φυγή κανείς μη μου μιλήση, το απαγορεύω! Μπρος, πάμε. . . Μόνος ο Κύριος μπορεί από τον δρόμο της καταστροφής να τον γυρίση. ΕυνίκηΠρίσκιλλα, έπειτα Σκλάβες. ΕΥΝΙΚΗ. Ώστε λες πως τον πήρανε; ΠΡΙΣΚΙΛΛΑ. Στη φυλακή τον πάνε, Δέσποινα. Πίσω κρυφοκύτταζα από την πόρτα 'δώ.

Μα ας δούμε ελάτε μόνοι μας πιος τρόπος τώρα μένει που το νεκρό να σώσουμε και πού κι' εμείς να βγούμε απ' των οχτρών το ζώσιμο μ' ακέριο το πετσί μαςΤότες ο γιγαντένιος γιος τού λέει του Τελαμώνα 715 «Σωστά ναι λες, αδρέφι μου, κι' ελάτε γιάσου! μπάτε γλήγορα κάτου απ' το νεκρό, εσύ με το Μηριόνη, κι' έτσι από δω όξω πάρτε τον.

Βρε, παιδιά, είπεν ακολούθως ο ναύκληρος. Ποιος ξέρει το Χριστός Γεννάται; Νά, τώρα, που μας χρειάζεται και ο καπετάν- Φαφάνας, καλή του ώρα. Αυτός κάπου 'δω θα φέρνη γύρω,

Μάγια από 'δω, μάγια από κει. Φοβερόν πράγμα! Εμάγεψα, λέγει, το παιδί μου, εγώ . . . — Είνε πειρασμοί, καπετάνιο μου! Διώχνε τους. — Εγώ τους διώχνω, αλλ' αυτοί έρχονται πάλιν. — Καταδίωξέ τους!

Πανάγο, είπε στραφείς προς τον γείτονα τον μαραγκόν, εύρων εύσχημον τρόπον να τον αποπέμψη, δεν πας, νάχης την ευχή μου, να πης του μπάρμπα-Στεφανή του Μπέρκου, ναρθή από δω, τόνε θέλω να τ' πω;... Ο Πανάγος ο μαραγκός ηγέρθη υψηλός, μεγαλόσωμος, ολίγον κυρτός, τινάξας τα σκέλη του. — Πηγαίνω, παπά, είπε. Θέλω κ' εγώ να πάω να ιδώ μη μώχη τίποτα η Πανάγαινα για να φάμ' απόψε.

Αν ξανακατέβαινε ο Χριστός στον κόσμο, ίσια δω πέρα θάρχουνταν, κι ας του έστελν' ο Πάπας τον πιο πονηρό Καρδινάλη του να τονε φέρη στον Άγιο Πέτρο. Ο Χριστός, που ανέβασε την ταπεινωσύνη ως στον ουρανό, που κατέβασε τον ουρανό σε μια φάτνη, που ζητούσε παθιασμένους κι αμαρτωλούς να πονέση μαζί τους, πού αλλού μπορούσε να βρη τόση ταπεινωσύνη, τόση φτώχεια, τόση αμαρτία, και τόσα πάθια!