Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Όταν μπήκε μέσα στο φρούριο, παίζοντας με το ρόπαλό του, βαλέδες και ιπποκόμοι μαζεύτηκαν στο πέρασμά του, και τον κυνηγούσαν σαν λύκο από δω κι' από κει. «Κυττάχτε τον τρελλό, χου, χου, χου!» Του ρίχνουν πέτρες, τον χτυπούν με τα ραβδιά. Αλλά τους ξεφεύγει με τρόπο: αν του επιτίθενται, από τ' αριστερά, γυρίζει και χτυπάει δεξιά.
Έβγαλεν από την τσέπη του δύο τρεις, και του τις έδοσε. — Να λοιπόν που υπάρχει ο κόσμος έξω, συλλογίστηκε ρίχνοντας γλήγορες ματιές δω και κει στις εφημερίδες. Διάβασε στα θεάματα: — Θ έ α τ ρ ο ν Ο λ ύ μ π ι α· Φάουστ. — Κ ι ν η μ α τ ο γ ρ ά φ ο ς
ΚΥΠ. Να το γιατρέψουμε. ΧΙΟΣ. Και ποιος να το γιατρέψη να σας χαρώ; ΚΥΠ. Εγώ τον γιατρεύω — φέρτε ξύδιν, λάδιν, ρακίν, στουπίν, μαστίχιν, και ένα σαχάνην, άψετε και λαμπρόν στη φουκούν να το κάμω μεχλέμην να τ' αλλείψω τον γιαραν του. ΞΕΝ. Οχωνούς φέρνω σας τα μα εν κάμνει, να σας χαρώ, ν' άναι δώ ο Κριτικός· — να τον σηκώσουμ' απ' εδώ. ΚΡΗΣ. Δεν μπορώ κι' ολιάς, να πουρήσω Θεός κ' η ψυχή μου
Ζήτησαν τότες οι Γότθοι να πάρουν και την Αδριανούπολη, μα δεν μπόρεσαν. Όρμησαν έπειτα στην Πρωτεύουσα. Κατέβηκαν και σταθήκανε μπροστά στη Χρυσή Πύλη από το μέρος της Προποντίδας· μα και δω απότυχαν. Και τότες πρωτοφάνηκε ο μεγάλος νους του Κωσταντίνου, που διάλεξε τέτοια πρωτεύουσα. Σαστίσανε, λέει, οι Γότθοι σαν πρωτόειδαν τα πελώρια τειχίσματά της.
Οι Αγάδες » Φεύγουνε 'δώ, φεύγουνε 'κεί, » Και δεν γυρίζουν πάλι.» « Μαθαίνω· η Ακρόπολι » Κινδύνευε να πέση »'Σ του Κιουταχή τα χέρια. » Πιάνω 'κεί μετερίζι, » Αλλ' εγώ πέφτω άρρωστος » Ο Πόλεμος αρχίζει. » Και τη σκηνή μου κλείσανε » Οι Τούρκοι μες 'ς τη μέση.» « Και άρρωστος 'πετάχτηκα » Με το σπαθί μου έξω. » Βλέπω τα παλληκάρια μου » Να φεύγουνε.
Φαίνεται ότι αι επίπονοι εξετάσεις της χώρας εκείνης είχον εμποιήσει ανησυχίαν εις τον Πρωτόγυφτον. Ότε δε απεμακρύνθησαν παραπολύ, τότε μόνον τη επρότεινε να καθίσωσιν εις μέρος τι και να αριστήσωσιν. Είτα δε τη είπε· — Τώρα είνε ανάγκη να καθίσωμε 'δω, που είνε παράμερα. Κοντεύομε να φθάσωμεν εις το χωριό μας. Δεν πρέπει να φανώμεν εκεί την ημέραν, μη μας ιδούν. Όταν νυχτώση, τότε θα πάμε.
Η άρρωστη άρχισε νανεβαίνη στο βράχο κιο Δρακογιώργης αφήκε πάλι τη δουλειά τον και μουρμούρισε: — Είντα πάει 'κειά πάνω να κάμη; Εκουζουλάθηκε; Να πάω θέλω 'γώ να δω. Αλλά πονηρός διαλογισμός τον μπόδιαε με άλλη και πειο δυνατή περιέργεια.
Καταραμένοι νάναι οι θαλασσινοί που σε κουβάλησαν δω πέρα, αντί να σε πετάξουν στη θάλασσα!» Έσκασε τα γέλοια ο τρελλός κι' εξακολούθησε: «Βασίλισσα Ιζόλδη, δε θυμόσαστε το μπάνιο όπου θέλατε να με σκοτώστε με το σπαθί μου; Και την ιστορία της χρυσής τρίχας που σας μαλάκωσε την καρδιά; Και πώς σας υπερασπίστηκα εναντίον του ανάντρου αυλάρχη; — Παύτε, μοχθηρέ ψεύτη.
ΦΙΛ. Καλά να παρασκευασθήτε και νάρθετε. Εγώ δε και αυτός εδώ ο Τίβιος — διότι μόνον αυτός με ακολουθεί — θα σας πάρωμεν με τις πέτρες και θα σας κάμωμεν να μη ξέρετε από πού να φύγετε. Χελιδόνιον και Δροσίς. ΧΕΛΙΔΟΝΙΟΝ. Δεν σούρχεται πειά, Δροσί, ο νέος ο Κλεινίας; Έχω πολύν καιρόν να τον δω στο σπίτι σας. ΔΡΟΣΙΣ. Δεν έρχεται• του απηγόρευσε ο δάσκαλός του να με πλησιάζη.
Ο Βέρθερος επήγαινε στο δωμάτιο δω κ' εκεί και, όταν έμεινε μόνος, πάλι επήγε στην πόρτα της κάμαρας και φώναξε με σιγανή φωνή: «Καρολίνα! Καρολίνα! μόνο μια λέξη ακόμη! ένα αποχαιρετισμό!» Αυτή σιωπούσε. Εκείνος περίμενε και παρεκάλει και ξαναπερίμενε· τέλος αποσπάσθηκε από τη θέση του και εφώναξε: «Χαίρε! Καρολίνα! χαίρε για πάντα! » Έφθασε στην πόλη της πόλεως.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν