United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η αστασία φαίνεται που έχουμε καθημερινά γύρω μας· τα κύματα, ο ουρανός, η γη, τα αποδοσίδια της, οι άνθρωποι, ίδια η ζωή μας, αιώνια μεταβατική και αλλοπρόσαλλη κουράζουν την ψυχή. Αναγκαστικό ισοζύγισμα θέλει να φέρη η φύσις την σταθερότητα. Θέλει ο νους κάποιο μέρος για να κολλήση νυχτόημερα, αφού το σώμα νυχτόημερα τρέχει και δέρνεται. Και βρίσκει μόνος του την γυναίκα, την παντρειά.

Αλλά καθώς αρχίνησε το κύμα να τον βρέχη, Ο κρύος φόβος παρευτύς στα σωθικά του τρέχει· 160 Ανατζιριάζει ολόβολος, το αίμα του παγόνει· Και κλέγει αδιαφόρετα, βαριά το μετανιόνει. Συχνοβαριέται, δέρνεται, και πικραναστενάζει, Και την κοιλιά του Μπάκακα σφιχτά σφιχτά αγκαλιάζει· Χτυπάει η καρδιά του αμάθητη, πέφτει άθελα το δάκρυ· 165 Και θέλει να ήταν βολετό να βρίσκονταν στην άκρη.

Νοιώθει κανείς πως ό,τι λέει το αιστάνεται, πως ό,τι του βαυκαλάει τα όνειρα, είναι ο προορισμός του σ' αυτό τον κόσμο, και ο Σταύρος φαίνεται δυνατός, έχει τη σφραγίδα του μεγάλου πόνου που θα τον κεντρίση στη δράση, στον αγώνα για τη λευτεριά του λαού που δέρνεται, και φωνάζει και δεν μπορεί να νικήση τους δεσπότες του που τον πολεμούνε όλοι μαζί.

Τρελοβοριάς εχύθηκε στο πέλαγο, εσήκωσε μεσουρανίς το κύμα. Αφροί κάτασπροι απλώνονται στην έκτασι, βουνά ψηλώνουν και ανοίγουν άβυσσοι. Αθέμελο το νερό, άβουλο, στου άνεμου το θέλημα παραδομένο κλωθογυρίζει μέσα στα νησιά, δέρνεται και στενάζει απάνω στα χάλαρα, φεύγει στη νοτιά με άλματα γίγαντος.

Το γνώρισε η Πεντάμορφη και κατεβαίνει κάτου. Αυτιάζεται, χτυπάει τη γη και χλιμιντράει εκείνο, Σαν κάτι νάθελε να ειπή. Το ξεφορτώνει η κόρη, Παίρνει, και το δισσάκι λυεί... και τι να ιδή!... λαχτάρα!... κομμάτια ανθρώπινου κορμιού 'ςτά αίματα πνιγμένα, Και 'ςτά κομμάτια ανάμεσα τώμορφο το κεφάλι Του νηού που την εγλύτωσε!... Δέρνεται και μαδιέται…

Δουλειά και διασκέδασι. Τάχα μήπως ήμουν μόνος εγώ; Όλος ο ναυτόκοσμος έτσι δέρνεται. Έκαμα σε τόσα καράβια· είδα και τους ξένους, μα δεν εζήλεψα την τύχη τους. Παντού ίδια η ζωή του ναύτη. Βρισές από τον καπετάνιο, από τον φορτωτή καταφρόνια, φοβέρες από τη θάλασσα, σπρωξίματ' από τη στεριά. Όπου και να γυρίσης στα κόντρα βρίσκεσαι.

Μόνο σαν την είδε να κλαίη και να δέρνεται, πήδησε ένα κλαδί παρακάτω, έσκυψε πάνω απ' το κεφάλι της και της είπε: — Γιατί κλαις και δέρνεσαι, όμορφη χήρα; Αργεί ακόμα η αυγή. Σύρε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, για να σε προφτάση ο αγαπημένος σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε και είπε: — Καλό πουλί, το νυφικό μου κρεββάτι τόχω στρωμένο εδώ πέρα. Θα τον περιμένω ως που να γυρίση...

Και σαν τηνε παντρέψανε την Αρετή στα ξένα, Και μπήκε χρόνος δύσεχτος και μήνας οργισμένος, Κ' έπεσε το θανατικό κ' οι εννιά αδερφοί πεθάναν, Βρέθηκ' η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μυρολογάει, Στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.

Μακρυά από με ο φιλάργυρος με το πολύ το βιος του κι ας λαχταρά κι ας δέρνεται για να συνάξη κι άλλο· εγώ το βιος δεν το ποθώ, μα προτιμώ και θέλω του κόσμου την υπόληψη, του κόσμου την αγάπη. Με τη βοήθεια των Μουσών ψάχνω να βρω τον άντρα που να ταξίζη να του 'πώ παινετικά τραγούδια· γιατ' είνε δύσκολο πολύ τέτοιους ανθρώπους ναύρης χωρίς τις κόρες του Διός που γνωστικά λογιάζει.

Οι φόνοι και τα κρίματα έπλεξαν τρίχινον πλοκό και δεν αφίνουν την ψυχή να διαβή στον κόσμο της αναπαύσεως. Φορτωμένη με χοντρές αλυσίδες σκλάβα σέρνεται στους τόπους που εκριμάτισε, θρηνολογή και δέρνεται βαρύγνωμη και αλύτρωτη πάντα. Με το βουργιάλι στην πλάτη και στο χέρι το ραβδί γυρίζει ο κουρσάρος τα τρίστρατα φάσμα σκυθρωπό και αμίλητο.