Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025
Η γρηά ξεφώνιζε: — Ακούς εκεί νοικοκυρά γυναίκα να με πη στρίγγλα! Ο μπεκρούλιακας! Κ' έκλαιγε σαν το μωρό παιδί. — Σα δε συμμαζώνης τη γλώσσα σου; είπε πάλι, πιο μαζεμμένος τώρα, ο Μαθιός. Άνθρωπος είμαι κ' εγώ. Αίμα έχω στις φλέβες μου. Ο Καπετάν Λαλεχός στάθηκε μια στιγμή, ως που να καταλάβη τι γίνεται, ακουμπώντας στη μαγκούρα του. Οι γυναίκες τριγύρω μουρμούριζαν από τα παράθυρα.
Ο βασιληάς, για να τους έχη κοντά της η αγαπημένη του γυναίκα, εζήτησε να τους εύρη καμμιά δημοσία θέσι εις την πρωτεύουσά του. Βλέποντας πόσον ήτο η γρηά φρόνιμη, οικονόμα, νοικοκυρά, λιγόφαγη και εις όλα τακτική την έκαμεν υπουργίναν επί των Οικονομικών. Ο γέρος όμως ήταν πλέον δυσκολοβόλευτος. Δεν ήξευρεν ο άνθρωπος ούτε να γράφη ούτε να διαβάζη.
Ο Μάρτης εσκέφθη ολίγον. — Αλληώς; δεν μπορεί αλληώς· χρειάζονται δυο ημέρες. — 'Σ της δίνω· είπεν αποφασιστικώς ο Φλεβάρης. — Μα της χειρότερες· με χαλάζι και βροχή. — Ναι· με χαλάζι και βροχή. Ο Μάρτης εθριάμβευεν. Είχε τέλος δύο ημέρας, δύο ημερόνυκτα γεμάτα χαλάζης και βροχής, τα μόνα κατάλληλα μέσα διά να εκδικηθή την γρηά Γαλανήν.
Άξαφνα σαν να πνιγότανε, σαν να ζητούσε μια υστερνή βοήθεια, τινάχθηκε απάνω, άπλωσε τα χέρια του, σαν να ήθελε να γαντζωθή από κάπου. Όλοι παραμέρισαν τρομαγμένοι, ένας κρύος τρόμος τους έπιασε, σαν είδαν τα κοκκαλιάρικα χέρια του να απλώνωνται σαν γάντζοι στον αέρα, ζητώντας ναρπάξουν κάτι τι στον αέρα, να το συνεπάρουν μαζί τους. Μια γρηά τον έπιασε απ' τις πλάτες, να του βάλη αντιστύλι.
Η γρηά είχε καλά μαντέψει, πως ήταν ένας κορδελιέρος με τα φαρδομάνικα, πούκλεψε τα χρήματα και τα κοσμήματα της Κυνεγόνδης στην πόλη Βαλδαγιός, όταν φεύγανε βιαστικά με τον Αγαθούλη. Αυτός ο καλόγερος θέλησε να πουλήση μερικά πετράδια σ' έναν έμπορο. Ο έμπορος ταναγνώρισε, πως ήτανε του μεγάλου Ιεροξεταστή.
— Αυταίς είναι η νεράιδες, παιδάκι μου, και πατούν στον αέρα, απήντησεν η Μαχώ. Την διήγησιν διά της νεράιδες που χόρευαν την επεβεβαίωσε και η γρηά Φαλκίτσα, η μητέρα της Μαχώς, μία γραία κοντή και κυρτή, ομοία μ' ένα κουβαράκι. Αυτή είχεν ιδεί 'στον καιρόν της πολλά απίστευτα πράγματα.
Μετ' ολίγον αι γειτόνισσαι εγέλων κρυφά, βλέπουσαι την γρηά το Μορφάκι «καμαρωτή-καμαρωτή η ωργισμένη» να μεταβαίνη εις την εκκλησίαν, κρατούσα τεταμένην εκεί πέρα την μεγάλην προσφοράν και αφίνουσα τον ελαφρόν άνεμον ελαφρώς να ξανεμίζη τας φουντωτάς άκρας της μεταξίνης οθόνης.
Η γρηά ζητά τον ψύλλο μέσ' στο πάπλωμα κ' εκείνος κάθεται πα στα ματογυάλια της. Όμως μην ειπής ακόμη τίποτε εις την Βαλινδέ, την κοκκώνα. Είπα και εις τον Μιχαήλο το ίδιο. Όταν μ' ερώτησε σήμερον πρωί, της είπα, πως η θέσις μου μ' απαγορεύει να ειπώ τίποτε πριν αποφανθή το δικαστήριον. Η καϋμένη η κοκκώνα! Δεν είπε τίποτε, αλλά φοβούμαι πως ενόησε την αποτυχίαν μου.
«Νόμο βγάλαν η γυναίκες, όταν νηός τη νηά ποθή, δεν μπορεί να την πλακώση στη γρηά προτού χωθή• κι' αν προτήτερα δεν θέλη της γρηές να της γαμή, και της νηές επιθυμή, τότε κ' η γρηές θα βγαίνουν, και θα τρέχουν κούτσα—κούτσα, κι' ατιμωρητί θ' αρπάζουν καθε νηόν από την πούτσα! ΝΕΑΝΙΑΣ Τότε Προκρούστης θα γενώ κ' εγώ, αλλοίμονό μου! Α' ΓΡΑΥΣ θα πας με τη διάταξι και του δικού μας νόμου.
Τον αδερφό της, τον πατέρα της Σμαραγδούλας, τον αγαπούσε πολύ, μα δε μπόρεσε να του συχωρέση πως πήρε μια ξένη, μια περίφανη, μια πεισματάρα, που ό,τι έλεγε, έπρεπε να γίνεται. Μα είχε δελεάση τον αδερφό της με την ξεχωριστή ευμορφιά της. Τώρα τα χρόνια πέρασαν, οι γονείς δεν ζούνε πλιο και η γρηά θεία αφωσιώθηκε στην ανεψιά της: ήταν το καμάρι της, το είδωλό της.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν