Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


ΜΕ ένα πάτημα τρεμουλιαστό, συρτό, αβέβαιο, που έδειχνε μιαν τελείαν εξάντλησιν, μ' ένα ραβδί, με γυριστή λαβή, στο χέρι, επροχωρούσε, σιγά σιγά, η γρηά η εκατόχρονη.

Ο Γιάννης η γρηά δεν ήθελε μόνον να εορτάση με τους συννομείς του χωριστά την Ανάστασιν, εις το κατάμερόν του, αλλ' επεθύμει και να τελεσθή η Ανάστασις αύτη όχι εις άλλην εκκλησίαν, αλλ' ωρισμένως εις την Άγι' Αναστασά.

Αλλά μόλις ήκουσε την κατ' αυτού ύβριν της γρηά Γαλανής εξηγέρθη όλος, ύψωσεν υπερηφάνως την κεφαλήν, συνήλθεν ευθύς εκ της μέθης του και με τρέμοντα εκ της οργής χείλη επανέλαβε: — 'Σ την πομπή μου! ακούςτην πομπή μου! εμένατην πομπή μου, παληόγρηα;

Αλλά ποτέ, ποτέ μην το πιστέψης, πως τη δική μου ηδονή θα κλέψης και δεν θα χάσω ό,τι μου γουστάρει, ούτε την ώρα για δική σου χάρι. Τραγούδα ό,τι σούρχεται και κύττα σαν την γάττα. πρώτα θα πάνε στης γρηές, και ύστερα στα νηάτα. ΝΕΑΝΙΣ Για να της θάψουν βέβαια. Α' ΓΡΑΥΣ Καινούργιο τούτο πάλι! ΝΕΑΝΙΣ Καινούργια θέλει μια γρηά με τέτοιο πούχει χάλι;

Εκεί, κυρά-Κυρατσού, λάμπει όλο το μέρος κάθε βράδυ, από την πολυτέλεια, από τα χρυσάφια, τα φτερά, τα σπαθιά και τη φωταψία, κ' έχουν εκεί κάθε βράδυ Μεγάλη Ανάστασι. Μάλιστα, γρηά μου, Μεγάλη Ανάστασι. Εκείτην Πλατέα του Συντάγματος. Έτσι την λένε την Πλατέα αυτή που δεν υπάρχει άλληόλον τον κόσμο.

Ω αγαπημένε μου αναβαφτιστή! άριστε των ανθρώπων, έπρεπε να σε ιδώ να πνίγεσαι μέσα στο λιμάνι! Ω! δεσποινίδα Κυνεγόνδη, μαργαριτάρι των παρθένων, έπρεπε να σου έχουν σκίση την κοιλιά! Ξεκίνησε λοιπόν μόλις στεκάμενος στα πόδια του, αφού του βγάλαν λόγο, τόνε μαστίγωσαν του δώσαν άφεση αμαρτιών και ευλογία, όταν μια γρηά τον εζύγωσε και τούπε: — Παιδί μου, λάβε θάρρος, ακολούθα με.

Το στόμα μου έγινε φαρμάκι. «Πάμε, μάννα, να φύγωμε», λέω στη γρηά μου. Φύγαμε. Μου ανάψανε τα αίματα. Περνώ την άλλη μέρα· ήτανε στο παραθύρι. — «Καλησπέρα, καπετάνιο». — «Καλησπέρα». — «Κακιωμένος είσαιΜέγας είσαι, Κύριε, με τούτο το κορίτσι. Έχασα το μπούσουλα. Ζυγώνω στο παράθυρο. Κόβει ένα κλωνί βασιλικό και μου το δίνει. — «Να μη κακιώνης άλλοτε». Είχε μια γλύκα η φωνή της.

Πόσαις φοραίς, ω έρημο χωριό μου, αχ! ω Κάστρο μου, επέρασα το σάπιο ξύλινο γεφυράκι σου, με τρέμοντα τα μέλη, με καρδίαν πάλλουσαν, με την μαννού μου την γρηά, για ν' ανάψωμε τα κανδηλάκια τ' ασημένια του Χριστού, ή και για να λειτουργήσουμε, και ύστερα να συνάξουμε κάππαρι και κρίταμα. Μ' εσταύρωνε τρεις φοραίςτο στήθος η μαννού μου η γρηά, η Παπαλεξανδρίνα.

Μία δε χωρίς να την ερωτήσουν, είπεν από την βίαν της: «ήλθεν ο άις ΝικόλαςΚαι ήκουες μετ' ολίγον εις την αγοράν: — Ο πνιγμένος! Ήλθεν ο πνιγμένος! Πρώτη εξήλθε πτερωτή η γρηά το Μορφάκι και με τα βαρέα υποδήματα του υιού της δυσκολοπερπατούσα εφώναζεν από την αυλήν ακόμη: «Ήλθεν ο Νικολάκης», φέρουσα χαρμόσυνον είδησιν εις την κόρην της ότι θα εώρταζε πλέον το όνομα του υιού της.

Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαιτον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν