United States or Trinidad and Tobago ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ούτω καθημένη με τους βραχίονας αδρανείς επί των γονάτων, κρατούσα ακόμη το πηρούνι με το οποίον ανέστρεφε τους πλακούντας, εφαίνετο ως να εμειδία προς ωραίον όνειρον, το οποίον οι ημίκλειστοι οφθαλμοί της έβλεπον εις το βάθος της πυράς, εις τον χορόν και τα παιγνίδια των φλογών. Τα παιδία, καθήμενα περί αυτήν κατά γης, εφαίνοντο αποκαρωθέντα και αυτά εις την προσδοκίαν.

Η φωνή του διέλυσεν, ούτως ειπείν, τα μάγια, υπό την επήρειαν των οποίων διετέλει η αδελφή του Κ. Μελέτη. Ανέπνευσε βαθέως στενάξασα, αι χείρες έπεσαν επί των γονάτων της, οι οφθαλμοί της εκλείσθησαν, το αίμα ανήλθεν εις τας παρειάς της, αλλά δεν ηδύνατο εισέτι να προφέρη λέξιν. Ο Κ. Μελέτης έλαβεν αντ' αυτής τον λόγον.

Παις γαλανομμάτης, μ' ελαφρόν κούκκον εν τη ακτενίστω κεφαλή του, με γαλάζιαν βλούζαν, ανυπόδητος με γυμνάς τας κνήμας, βρεγμένος, ανασκουμπωμένος μέχρι γονάτων, ήλθε να παραλάβη την βαλίζαν μου, ο νεαρός καμαρώτος. — Τράγκα-Τρουγκ! Τράγκα-Τρουγκ! Τράγκα-Τρουγκ! Πρωί-πρωί, χαράγματα, είχεν εξυπνήσει η σκούνα.

— Ο ευγενής Βινίκιος επέστρεψεν; ηρώτησεν ο Πετρώνιος, όταν έφθασεν εις τον οίκον του. — Προ ολίγου επέστρεψεν, απεκρίθη είς δούλος. — Ώστε, δεν την ηλευθέρωσεν, είπε καθ' εαυτόν ο Πετρώνιος. Ρίψας την τήβεννόν του, έσπευσεν εις το άτριον. Ο Βινίκιος εκάθητο επί τρίποδος με την κεφαλήν μεταξύ των χειρών, στηρίζων τους αγκώνας επί των γονάτων και έκλαιεν.

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ θα θανατώσουν, Αχιλλεύ, την κόρην μου εξαπατήσαντές με διά ψευδούς μετά σου γάμου της. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Εξοργίζει κ' εμέ η πράξις αύτη του συζύγου σου τόσον, ώστε δεν θα μείνω ανεκδίκητος. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Δεν ερυθριώ, θνητή εγώ, να πέσω προ των γονάτων σου του εκ θεάς γεννηθέντος.

Η πτωχή Μαριώ εκάθητο εις το κατώφλιον της εξωθύρας, ανήσυχος, εναγωνίως ανιχνεύουσα διά του βλέμματος την οδόν και συμπλέκουσα τας χείρας επί των γονάτων. Είδε τον άνδρα της, φερόμενον μάλλον ή ερχόμενον, κ' ερράγισεν η καρδία της. — Χαράτο! εφώνησε, χαράτο! Τέτοια ώρα έρχεσαιτο σπίτι σου; Πού ήσουν όλην την ημέρα; — Τίποτα, . . . τίποτα! απήντησεν η δυσκίνητος γλώσσα του Δημήτρη.

Ούτος επλησίασε μετά προφυλάξεως προς τους δύο κοιμωμένους, και έμεινεν επί πολύ όρθιος, παρατηρών την Αϊμάν, ήτις έκυπτε την κεφαλήν επί των γονάτων, και οι καστανοί πλόκαμοι της κόμης αυτής, διχή σχιζόμενοι όπισθεν της κεφαλής, άφηνον να φαίνεται ο ωχρός και στρογγύλος τράχηλος αυτής. Είτα ο ξένος με το αυτό ελαφρόν βήμα εστράφη προς το μέρος όπου ίσταντο τα αγάλματα.

— «Όλο κοριτσούδια, το έρμοΤο παράπονον του Γιάννη του Λυρίγκου εβόμβει εις τα ώτα της Φραγκογιαννούς. Η λεχώνα δεν είχεν εξυπνήσει. Η γραία Χαδούλα εκινήθη ολίγον, ετανύσθη επί των γονάτων της, κ' έφθασε το λίκνον. Παρεμέρισε το λευκόν πανίον από την κεφαλήν της κούνιας, κ' έτεινε την χείρα διά να θωπεύση το μικρόν, ενώ τούτο εκλαυθμήριζεν.

Είτα εκάθισαν παρά την φέγγουσαν εστίαν. Η Αϊμά είχεν απόφασιν να μη κοιμηθή, αλλ' ο κάματος και ο ύπνος ενίκησαν αυτήν. Έκυψε την κεφαλήν επί των γονάτων της και απεκοιμήθη. Ο δε Πρωτόγυφτος έμεινεν άγρυπνος. Μόνον περί όρθρον βαθύν, ότε ήκουσε κρότον τινά, ως να απεπειράτο τις ν' ανοίξη την θύραν έξωθεν, τότε παραδόξως έκλεισε τους οφθαλμούς και εφάνη ότι εκοιμάτο.

Υψηλότερον των λοιπών καθημένη, εκράτει επί των γονάτων αυτής ύπτιον κόσκινον, εφ' ου κύπτουσαι η Οθωμανίς και η μήτηρ μου, εφαίνοντο προσπαθούσαι να εννοήσωσι κάτι τι, μετά προφανούς εκπλήξεως και απορίας. Μετά μακράν σιωπήν: — Καθώς σε λέγω, είπεν η Αθιγγανίς μετά δογματικής εμφάσεως. Ο φονιάς είναι κοντά σας· γυρίζει τριγύρω σας· μην τον ζητάτε μακρυά.