Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Ετύχαινεν όμως να διαβαίνω από κει και τες σκόλες κανέν' απόβραδο, πώβγαινα κατά την Καραβατιά, είτε για τα καστανά και γλυκά και μεγάλα και μυγδαλοσχισμένα μάτια των κορασιών της.
Νόμιζαν πως ζαλίστηκε, γιατί είταν ήλιος εκεί που πολεμούσε με το κύμα, κ' έλεγαν πως θαμπώθηκε από το φως και δεν έβλεπε, να γλυτώση. Εγώ θαρρώ πως ο θάνατος έχει μια γλύκα μοναδική που τραβά τους βαριοπονεμένους, και πως δεν το βάσταξε του Πάλμου η καρδιά να πη σύρε του Χάρου, όταν έρχουνταν ο Χάρος να τον πάρη στην αγκαλιά του.
Φορέματ' άσπρα, Κι' άσπρη με χάρι, Όλη φεγγάρι Βαθιάς νυχτός· Λες κι' είναι εκείνη, Οπού του δίνει Λάμψι και φως. Περνάει σιμά μου, Και με κυττάζει, Γλυκά με κράζει, Και μου μιλεί. Έλα πουλάκι Μες το κλουβάκι· Ξένο πουλί. Έμπα μου λέγει, Έμπα το ξένο, Το πικραμένο Ν' αναπαυθής. Για να καθήσης Να ξενυχτήσης, Να μη χαθής.
Ο Δάσκαλος τους χαιρέτησε με χαρά και μόνο που δεν τονέ φίλησε το Νίκο: «Μωρέ κάποιος φούρνος θα γκρεμίστηκε ! Μωρ' τι γίνηκες Νίκο !. . . » Καλωσόρισε και τη Λιόλια σφίγγοντας της το χέρι με μεγάλη φιλία. . . Αχ, βιολιά, βιολιά! γλυκά βιολιά !
Γιατί τάχατις να είναι τόσο ανήξερες οι γυναίκες; Εμείς αμέσως, με μιας αγαπούμε, σαν την αστραπή που σε καίει πριν ακόμη να σ' αγγίξη. Εκείνες, καιρός τις χρειάζεται, καιρός! Είναι σαν τα λουλούδια η αρχοντιά τους· αγάλια αγάλια· θέλουν ώρα να ξανοίξουνε. Νανουρίσματα και τραγούδια, χάδια μέλι γεμάτα, λόγια γλυκά λόγια, τι ήθελε; να της το δώσω!
Και δυο – τρεις φορές προσπάθησε να πει κάτι, αλλά δεν μπορούσε, δεν μπορούσε∙ του φαινόταν ένα όνειρο. Τελικά κούνησε τον Τζατσίντο, προσπάθησε να τον ανασηκώσει, του είπε γλυκά: «Άντε, έλα μέσα! Η μαλάρια παραφυλάει….» Το σώμα όμως του νεαρού έμοιαζε να είναι από σίδερο, ξαπλωμένο βαρύ, κολλημένο επάνω στη γη από όπου φαινόταν ότι δεν ήθελε πια να ξεκολλήσει.
Οι ανωτέρω — ΚΥΡΙΑ ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Κα ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Χαίρω πολύ που σε βλέπω, Κλεόντ. Ήρθες εγκαίρως· έρχεται ο άντρας μου· ετοιμάσου να του ζητήσης τη Λουκίλη. ΚΛΕΟΝΤ Α! κυρία μου, τι γλυκά που είνε για μένα αυτά τα λόγια σας και πόσο κολακεύουν τους πόθους μου! Μου ήταν δυνατόν ν' ακούσω πειο ευχάριστη διαταγή και να δεχθώ πειο πολύτιμη χάρι; Οι ανωτέρω — ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ.
Ο καπετάνιος βλαστημώντας τους Ρούσους και τον έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλαίψη παληκαρίσια. — Άλα, παιδιά· εφώναξε, κυτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος· μάινα πανιά! ούτε φούσκα να μείνη στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στο κατάστρωμα!... Σε μισή ώρα ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί λυτό στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα εύκαιρη στο κατάστρωμα.
Γελούσανε γλυκά, γλυκά, Κι' ο ουρανός γελούσε. 'Μιλούσανε, κ' εφαίνονταν Πως έψαλαν πουλάκια. Και μεταξύ τους 'σφίγγονταν, Κ' επέρνανε φιλάκια. Φιλιώνταν και μια μυρωδιά Λιβάνου μου περνούσε. Παρά κοντά τους δεκαφτά, 'Σάν Νύμφαις Ορειάδες, Ερχόντανε γελούμεναις. Ταις έβλεπαν αι Μούσαι Κ' εζήλευαν. 'Στή μέση τους Μια ψιλοτραγουδούσε, Και την κιθάρα έπαιζε. Τι νιάτα!...Τι 'μορφάδες!...
Ξέρεις σαν τι μου φαίνεται η δοξασμένη αυτή «Επτάλοφος;» Σαν είδος εφτάψυχη αμαρτωλή που έγεινε ρεζίλι στις αγκάλες των παιδιών της και των ψυχοπαιδιών της, που γέρασε στη κακορριζικιά, και πάλι στο μέτωπό της λάμπει μια χάρη, η αναπνοή της — αυτό τ' αγέρι που μας χαδεύει — έχει μια γλύκα και δροσιά, που στέκεσαι και ρωτάς: γίνεται μαθές αυτή η παραλυμένη νάχη τέτοια κάλλη παρθενικά; Τι να τρέχη εδώ!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν