Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025
Τελειώνοντας αυτά τα γλυκά λόγια τόσον από το ένα μέρος ωσάν και από το άλλο, με επήρεν η Γαντζάδα από το χέρι, και με έφερεν εις μίαν τράπεζαν, που ήτον ετοιμασμένη διά να φάμε· εκαθήσαμεν οι δυο ομού και εφάγαμεν διάφορα λαμπρά φαγητά· και εις το αναμεταξύ που ετρώγαμεν εδιακόπταμεν το φαγί μας με ομιλίες πολλά ηδονικές και γεμάτες από αγάπην.
Κι' όπου διαβαίνει ο Ήλιος, Όπου προβάλλει απόπερα, λαμποκοπούν τα βράχια, Καθάριος, καταγάλανος ο ουρανός γελάει, Κάμποι, βουνά χρυσώνονται, ανοίγουν τα λουλούδια, Τα πλάγια χορταριάζουνε, φυσάει γλυκά τ' αγέρι, Φέγγουν, αστράφτουν τα νερά, φουντώνουνε τα δέντρα. Λαλούν 'ςτά φύλλα τα πουλιά κ' οι πιστικοί 'ςτά πλάγια. Κι' ο Κόσμος τον θιαμαίνεται και τον καλοτυχίζει.
Καθηγητής αυτός, όστις θα εχρησίμευεν ως δύτης του εθνικού μας βίου, ως αλιεύς μαργαριτών διά να βγάλη έξω με χρώματα, με άνθη, με δροσιά, με κύματα, με νέφη, με ήλιον, του εθνικού μας βίου τας αρετάς, τα ήθη, την γλύκα, τους τύπους, τας εικόνας, τα σπλάγχνα, τα βάθη. Ουδέν παρθενικώτερον, ουδέν λευκότερον της φιλολογικής δυνάμεως του κ. Μωραϊτίδου.
»Ξύπν' Αστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει, Γιατί εκοιμήθηκες τόσο βαρειά; Ξύπνα ο Λαμπέτης σου γλυκά σε κράζει Να ιδής τα φράξα σου, τα κρύα νερά.» »Τα μάτια σου άνοιξε, ψυχοπατέρα, Να ιδής πού σ' έφερα σε μια βραδειά. Μες 'ς το λημέρι σου μ' ηύρηκ' η μέρα, Τώχω, Αστραπόγιαννε, κρυφή χαρά.»
Τι επαρχιώτικη αποχτήνωση, αγαπητή μου Ελένη... Σε φιλώ γλυκά Μαρί
Έβρεξε τα δάχτυλά της με λίγο νερό και του το πέταξε στο πρόσωπο, δίχως εκείνος να πάψει να χαμογελάει με τα γλυκά του μάτια γεμάτα από επιθυμία, αφήνοντας να φανούν ανάμεσα από τα κόκκινα χείλη τα άσπρα δόντια του λες και ήθελε να τη δαγκώσει. «Τι αξία έχουν εκατό λιρέτες; Εγώ ξόδεψα χίλιες μέσα σε μια νύχτα και όμως δεν διασκέδασα….»
Σε λίγο ο νιος σηκώθηκε μαζί με την κοπέλλα. Αδρασκέλισε το χαμηλό παραθυράκι και σε λίγο δε φαίνουνταν παρά το κεφάλι του· μι' αστραπή έλαμψε· ένα κεφάλι τσοπάνου φάνηκε μαυριδερό, λεβέντικο, όμορφο, με γλυκά μάτια.
Το άσπρο και χλωμό της χέρι χάιδεψε γλυκά κι' αλαφριά την κρύα πέτρα, σαν κορμί αγαπημένο. — Πώς είσαι κρύος, αγάπη μου, σαν το μάρμαρο! Το αγιάζι της νύκτας σε πάγωσε, καλέ μου... Έσκυψε και ζέστανε την πέτρα με την αναπνοή της.
Από μέσα από μια μουριά, ένα μικρό σκουληκάκι είπε σιγαλά: — Εγώ είμαι ο μικρός ανυφαντής, που ρουφάω τις αχτίδες του ήλιου και του φεγγαριού. Εγώ θα της υφάνω τα μαλλάκια της. Ένα πουλάκι, που κελαϊδούσε τη νύκτα με το φεγγάρι, είπε τραγουδιστά: — Εγώ θα κτίσω τη φωληά μου μέσα στα στήθια της και θα κελαϊδώ τα πιο γλυκά τραγούδια μου.
Γράφει πως βουτούσε το πρόσωπό του «μέσα σε μια νερωμένη πρασιά μυρτολούλουδων, βρεμμένων με δροσοσταλίδες του Μάη», κ' ακόμα για την απόλαυση να βλέπη τις αγελάδες ν' ανασσαίνουν γλυκά, «να γυρνούν πίσω μ' αργό βήμα στο σπίτι κατά το σούρουπο», και ν' ακούη «τον απόμακρον ήχο των κουδουνιών των προβάτων». Μια του φράση: «ο πολύανθος λαμπύριζε στο κρύο του στρώμα, στο χώμα, σα μια εικόνα μοναξιάς του Giorgione στη μουντή δρύινη κορνίζα της», είναι παράδοξα χαρακτηριστική της ιδιοσυγκρασίας του και το ακόλουθο κομμάτι είναι στο είδος του αρκετά όμορφο: «Το κοντό τρυφερό χορτάρι ήταν σπαρμένο με μαργαρίτες πυκνές όπως τ' αστέρια στον ουρανό την καλοκαιρινή νυχτιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν