Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 27 Ιουνίου 2025
Φιντή, πάνε όλα. ΦΙΝΤΗΣ Λέγε μου καθαρά τι συμβαίνει, λέγε μου γλήγορα τι συμβαίνει. Σταθήτε να μάσω το μυαλό μου, και θα σας τα πω όλα με τη σειρά. Ά! ναι, θυμάστε που το μεσημέρι μου είπατε με κάθε θυσία, να προχωρήσουμε στη δουλειά, να κινήσουμε δηλαδή το μεγάλο ψαλίδι, για να κόψη εκείνες τις σιδερένιες πλάκες; Έκαμα όπως με διατάξατε. Η δουλειά πήγαινε ταχτικά όλο τ' απόγιομα.
Και μόλις επήρε τις τρεις χιλιάδες δεν αργοπορούσε, μόνε σαν να ήταν ο πιο πλούσιος όχι μονάχα από τους ζευγολάτες του τόπου του παρά κι από όλους τους ανθρώπους, πηγαίνει αμέσως στη Χλόη και της διηγιέται τ' όνειρο, της δείχνει το πουγγί και την παρακαλάει να προσέχη τα κοπάδια, ως που να γυρίση· ύστερα τρέχει γλήγορα στο Δρύαντα και βρίσκοντάς τονε ν' αλωνίζη λίγο σιτάρι με τη Νάπη, του μιλάει με πολύ θάρρος για το γάμο: — Δος μου τη Χλόη γυναίκα.
Ήταν κασσέλα κ' έμοιαζε σαν χελώνα· ήταν χελώνα κ' έμοιαζε σαν κασσέλα. Τρέχει ο Μπέης, κατεβαίνει τη σκάλα και του πέφτει στα πόδια. — Αμάν γέροντά μου· σώσε μου το χανουμάκι και ό,τι θες από μένα. — Μη φοβάσαι μπρε! του φωνάζει εκείνος άγρια· όσο είμ' εδώ μη φοβάσαι! Μόνον ένα πράμα θα κάμης· να πάρης τη Μπέησα και να φύγης γλήγορα από τον πύργο.
Και λέγοντας αυτά ο παπάς κατέβαινε γλήγορα τη σκάλα, κρατώντας με το δεξί την πατερίτσα του και με το ζερβί το μπούτι της κόττας, και πήγαινε βιαστικός να ευλογήση κι' άλλα σπίτια, και να πη κι' άλλα « Χριστέ ο Θεός, ευλόγησον... » κι' άλλα « Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός.. » κι' άλλα « Να ζήσητε και να καλοδεχτήτε... » κι' άλλα « Και του χρόνου τα Χριστούγεννα... »
Κ' επειδή εφοβήθηκε περισσότερο για το δικό του το παιδί παρά για κόρη ξένη, εξέταζε με μεγάλη προσοχή τα λόγια του Δρύαντα· κι όταν είδε και τα σημάδια, που του παρουσίασε, τα ολόχρυσα ποδήματα, τα βρακάκια, τη φασκιά, αφού εφώναξε τη Χλόη της έλεγε να κάνη καρδιά, επειδή έχει πια άντρα και γλήγορα θα βρη και τον πατέρα της και τη μητέρα της.
Τόσο μάλιστα εύκολο το θαρρούσε, που αν τύχαινε και ταξιδεύαμε μαζί του γνωρίζοντας μονάχα όσα γνώριζε, κι ως τόσο τονε βλέπαμε να ξεκαβαλλικεύη με την ησυχία του έξω από το Αποδούλο και να γυρεύη Κυκλώπων τοίχους και Βενετιάνικους πύργους, γλήγορα θα λέγαμε πως ήρθε κι άλλος τρελλός από τη Φραγκιά.
Αγκαλιαστά να βρης εκεί 'ςτό στρώμα να κοιμώνται Ο αφωρεσμένος σου αδερφός κ' η σκύλλα σου η γυναίκα, Για να γλυτώσουν σ' έστελναν για τα Χρυσά τα Μήλα, Που τα φυλάει ο Δράκοντας, να χάσης τη ζωή σου· Και σαν εγύρισες μ' αυτά, σ' επήραν 'ςτό κυνήγι Κ' εκεί σ' εσκότωσε ο αδερφός 'ςτόν ύπνο τον γλυκό σου, Τώρ' αρματώσου γλήγορα κι' ανέβα 'ςτ' άλογό σου Και σύρε εκεί και σκότωσε και κάμε τους κομμάτια.
Κι' οι άλλοι χασκογέλασαν κι' ας είταν πικραμένοι, 270 κι' έτσι ο καθένας έλεγε στο γείτονα γυρνώντας «Πόσα καλά κι' ωφέλιμα κάνει ο Δυσσέας πάντα, πρώτος να δίνει συβουλές σοφές και να μας βγάζει στη μάχη! Μα το πιο καλό αφτό 'ναι τώρα απ' όλα, που τον αφτάδη αφτό λογά του βούβανε τη γλώσσα. 275 Δε θα κοτήσει γλήγορα και πάλι ο ξεπαρμένος των βασιλιάδων μας βρισές να σκούζει και βλαστήμιες.»
Οι καρδιές χτυπούσαν δυνατώτερα, τα μάτια δάκρυζαν και κάπου κάπου ακούονταν και ξεφωνητό μάννας ή αδερφής. Πώς περνούν γλήγορα οι ώρες του ξεχωρισμού! Και φτερά αν είχαν, δεν θα περνούσαν, και δεν θάφευγαν γληγορώτερα! Τέλος ο καρβανάρης ο Ρόβας καβαλλήκεψε ένα χρυσοκάπουλο μουλάρι και χτυπώντας το με τους φτερνιστήρες του, πετάχτηκε έξω από την ορθάνοιχτη θύρα του χανιού, σαν αστραπή.
Χαρά 'στη χήρα πώκαμε την τέτοια θυγατέρα, Χαρά και 'ςτό μικρό χωριό οπού την καμαρώνει, Χαρά 'ςτόν κι όποιος την χαρή και την κορφολογήση! Ο Μήτρος την αγνάντεψεν απ' τα βουνά του απάνω Και ροβολάει γλήγορα και 'ςτό στρατί την πιάνει. — Ώρα καλή σου, Αναστασιά. — Καλώς τον τον λεβέντη — Κόρη, για δος μου φίλημα 'ς αυτά τα μαύρα μάτια.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν