Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 7 Μαΐου 2025
Ο γιατρός σίμωσε, έπιασε το κερένιο χεράκι του, το κοίταξε καλά στα μάτια, και φυσώντας πάντα άγρια τα πλατειά ρουθούνια του: — Πόσων χρονών είνε το παιδί σου, κυρά μου; — Δεν έκλεισε το μαύρο τα έξη χρόνια ακόμα... — Και από πιο χωριό έρχεστε; — Πού χάθηκε το χωριό για μας, αφέντη μου.
— Δεν πειράζει, έκανε ο Γιώργης, ρίχνοντας μια λοξή ματιά στη γυναίκα του, που κοίτονταν κατάχαμα. Καλύτερα εδώ... Καλύτερα που με φέρατε εδώ... Ένα χαμόγελο, σα χαρούμενο και κακό μαζί, χάραξε στα χείλια του και γύρεψε ένα ποτήρι νερό. Στην ώρα έφτασε κι' ο γιατρός. Έσχισε τον κόσμο βιαστικός και πέρασε ως το κρέββάτι του λαβωμένου.
Μα γιατί ναποθάνη; Γιατί ήτο τόσο βέβαιον ότι θα πέθαινε από την αρρώστια της; Πώς τόσοι άλλοι που αρρώσταιναν εγίνοντο καλά, κιαυτή θα πέθαινε; Τι αν το είπε ο γιατρός, όταν ο Θεός έχει τη δύναμη και νεκρούς νανασταίνη; Με τις θρησκευτικές ιδέες, πούχα τότε, όλα τα θαύματα θεωρούσα δυνατά.
Βογγομαχούσεν Αστενής Κατάκειτος στην κλήνη, Του χάρου παίρει, δίνει· Και λυπημένη, και πικρή Η μαύρη σύζυγός του Θρηνούσε στο πλευρό του. Σε τούτο μπαίνει κι' ο γιατρός Και το σφυγμό του πιάνει, Τον ερωτάει· τι κάνει. Οχ! τι να κάμω, δεν μπορώ, Χειρότερα όσο πάνω· Φοβούμαι θα πεθάνω. Μη δα το θάνατον εφτύς Στοχάζεσαι, δειλιάζεις, Και του πατρός σου ομιάζεις.
— Και πώς λοιπόν συμβαίνει, εξακολούθησα, όταν μεν ένας γιατρός ομιλή ενώπιον του φιλοσόφου διά διαφόρους ασθενείας και ασθενείς ή όταν ένας τεχνίτης ομιλή διά την τέχνην του — πώς, είπα, συμβαίνει, τότε μεν να είναι εντροπή διά τον φιλόσοφον όταν δεν δύναται να παρακολουθήση τα λεγόμενα και να δώση και αυτός μίαν γνώμην, να μην είναι εντροπή δε δι' αυτόν τον ίδιον όταν ένας δικαστής ή ένας βασιλεύς, ή ένας από εκείνους τους οποίους τώρα θα αραδειάσωμε, ομιλή διά διάφορα ζητήματα ενώπιόν του, και αυτός δεν είναι εις θέσιν ούτε να τους παρακολουθήση ούτε να δώση και αυτός οπωσδήποτε μίαν γνώμην;
— Σαν καλλίτερα είμαι, είπεν ο Θανάσης, όστις ευκόλως επείθετο ότι είνε καλλίτερα, άμα του το έλεγέ τις· ησθάνετο δ' ενίοτε και ψευδοβελτιώσεις της νόσου. — Μακάρ' ο θεός να δώση να είσαι καλά. Θα σηκωθής, Θανασάκη μου; θα κάμης κουράγιο νάρθης στο γάμο, να με καμαρώσης, που θα φορώ στεφάνι; — Να ιδώ . . . σαν μπορέσω . . . Όπως μου πη ο γιατρός.
Τώρα πήγαιναν μερικές γυναίκες και την έβλεπαν· μα κι αυτές σα μάθαιναν τείπε ο γιατρός, θάπαυαν και θάμενε ναποθάνη έρημη, σαν πανουκλιασμένη. — Θ' αποθάνη; μουρμούρισα πάλιν συλλογισμένος. — Είντα 'πες; ρώτησε η μάνα μου. — Πράμμα. Τη νύχτα κείνη είδα στόνειρό μου το Βαγγελιό.
Ν' αφήσω τα ακοπίαστα κέρδη και να εργάζωμαι την γην, τρώγων τον άρτον με τον ιδρώτα του προσώπου μου και με την ευλογίαν του Θεού. Και ήρχετο καθ' ημέραν ο καβαλλάρης μου, πρωί-βράδυ, σωστός γιατρός πλέον· πάντα με το κηράκι του και πάντα σκεπασμένος με ομίχλην, σαν νάθελε να φυλάξη μυστικόν το καλόν οπού έκαμνε.
Όταν μπήκα μέσα, είδα τη γυναίκα μου να τρέμη από σπασμούς, που φαινόντανε πως αρχίζανε από το πρόσωπο κι απλώνονταν αποκεί σε τρόπο που να της τραντάζουν όλο το κορμί. Δεν μπορούσαμε να κάμουμε τίποτε. Κι απ' ώρα σ' ώρα ξαναρχόντανε οι φοβερές προσβολές. Ο γιατρός τις ησύχασε μ' ενέσεις κ' η προτητερινή γαλήνη ξαναήρθε, όχι όμως κ' η αίσθηση. Η αναισθησία κράτησε σχεδόν δυο μέρες.
Αν ο τρίτος του παγαίνει, Επειδή και δεν προσμένει Να του κάμη ο γιατρός, Όσα η τέχνη υπαγορεύει, Ο Ματζούκας μας λαθεύει, Ή του φταίγει ο καιρός; Μον αυτά των σύντεχνών του Λόγια ενάντια στο σκοπόν του Δεν τα βάνει παντελώς.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν