Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 2 Μαΐου 2025
Ή Βασίλισσα είναι πληχτική για σας, για δοκιμάστε αυτή. Ας κάμουμε αλλαγή, σας δίνω την αδελφή μου δανείστε μου την Ιζόλδη. Θα την πάρω και θα σας υπηρετήσω με αγάπη». Ο Βασιληάς γέλασε και είπε στον τρελλό: «Αν σου δώσω τη Βασίλισσα, τι θα θελήσης να την κάμης; Πού θα την πας; — Κει πάνω, μέσα από τον ουρανό και τα σύννεφα, σ' ένα ωραίο γυάλινο παλάτι.
Ο ντον Πρέντου γέλασε πάνω από το άλογό του, με εκείνο το βεβιασμένο γέλιο του με το στόμα κλειστό και τα μάγουλα φουσκωμένα. «Χθες βράδυ τον είδα να παίζει στου Μιλέζου∙ έχανε μάλιστα!» «Έχανε!», επανέλαβε ο Έφις χαμένος. «Όπως το λες! Θέλεις πάντα να κερδίζει;» «Εμένα μου είπε πως δεν έπαιζε ποτέ….» «Και τον πιστεύεις; Ακόμη και να τον πυροβολήσεις δεν λέει την αλήθεια.
Εγώ έχασα το θησαβρό μου και δε θα τον ξαναβρώ. Δεν μπορώ πια μήτε να τον κρύφτω μήτε να ζουλέβω. Ναι! θέλησα και γω αγάπη παντοτεινή, μοναδική και γεμάτη. Ξέρω όμως, έμαθα τώρα πως δεν είτανε για μένα. Δε με γέλασε, δε μου είπε, εκείνη τη βραδειά, πως μ' αγαπούσε. Τι να φοβηθώ; Για να φοβάσαι, πρέπει ή να σ' αγαπά ή τουλάχιστο να στο λέη.
Κι' ο Παύλος της είπε: — Χάρισμά σου. Κ' όταν την βαρεθής, βγάλε τη χρυσή καρφίτσα απ' τα μαλλιά σου, τρύπησέ μου την καρδιά και πάρε τη ζωή μου, να μην τη χαρή άλλος στον κόσμο. Η Παυλίνα γέλασε από χαρά για το νέο του χάρισμα και τον φίλησε στα μάτια. Έπειτα σήκωσε το μικρό της χεράκι στα μαλλιά της και δοκίμασε κρυφά με το δάκτυλο της τη μύτη της χρυσής καρφίτσας, για να ιδή αν τρυπάη καλά.
Η Ιζόλδη το πρόσεξε και είπε μέσα της. «Γιατί τάχα να γέλασε αυτός ο ξένος; Μήπως έκανα τάχα τίποτε που να μη στέκη; Μην παραμέλησα καμμιά από της περιποιήσεις που μια κόρη ώφειλε να του κάμη; Ναι, ίσως να γέλασε επειδή ξέχασα να γυαλίσω τα όπλα του που τα μαύρισε το δηλητήριο».
Εκείνη κι εσύ, εσύ κι εκείνη αφήστε ήσυχους τους νεκρούς!» φώναξε ο Έφις, αλλά η φωνή του ήταν βραχνή και το παιδί γέλασε με αυθάδεια. «Μη θυμώνετε, γιατί σας κάνει κακό, μπαρμπα-Έφις! Η γιαγιά μου λέει ότι ήταν ένα στοιχειό που σκότωσε τον ντον Τζάμε. Είναι αλήθεια ή όχι;»
Και τότες πια λέω του γαμπρού και σου φτιάνει και σένα φουστάνι, που πας να μείνης . . . — Έλα στο νου σου, κορίτσι μου! Σαββάτο βράδυ κιόλας. Και σταυροκοπιέται. — Δε σ' απογελώ, κ' έννοια σου. Λωλή δεν είμαι. Το είπα, το ξανάειπα, πως θα γίνη, κ' έγινε. Και μ' αρχοντόπουλο, όχι παίξε γέλασε. Τον Πανάγο, θεια, τον Πανάγο!
Μα αφού με γέλασε, κι' αφτή την πήρε μου απ' τα χέρια, να με δολώσει ας μη ζητάει . . . τον ξέρω, δε με πιάνει. 345 Μόνε, Δυσσέα, μ' εσένα πια και τους λοιπούς αρχόντους ας δει να σώσει οχ της φωτιάς τις φλόγες τα καράβια.
Όταν όμως καθόμουνα στο τραίνο και γύριζα στη Στοκχόλμη για ναρθώ πάλι από κει στο σπίτι μου, με κυρίεψε τόση αγωνία, που δεν μπορούσα να τη νικήσω. Λίγο πρι να φύγω, είχα μιλήσει στο τηλέφωνο με τη γυναίκα μου. Άκουσα από μακριά τη φωνή της να τρέμη από χαρά: Ο Σβεν πηγαίνει καλήτερα! Κάθησε στο κρεββάτι και γέλασε και φλυάρησε.
Και σιγά σιγά τη θέση της έκπληξης την πήρε ένα κύμα χαράς, μια επιθυμία να γελάσει: και γέλασε, και όλος ο ουρανός τριγύρω γέμισε χρώματα, γαλάζιο και τριανταφυλλί, και οι παπαδίτσες τραγουδούσαν ανάμεσα στους θάμνους. «Να», σκεφτόταν. «Ο Θεός με ξαλάφρωσε από τον ένα σύντροφό μου. Τι βάρος μου πήρε!»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν