Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 9 Ιουνίου 2025


Πώς ξέρουν και μπερδεύουν τη ζωή οι άνθρωποι! Θα ήταν τόσο απλό χωρίς αυτούς, και τόσο βαθύτερη, και τόσο πιο αληθινή! Θα ήμουν σαν το κύμα, θα ήμουν σαν το χορτάρι και σαν τον άνεμο και σαν το βράχο. Δεν είμαι άνθρωπος, αφού οι άνθρωποι δε μ' αρέσουν.

'Ψηλάτο Νεραϊδόρρεμμα, που από το βράχο απάνου Πέφτει αφρισμένο το νερό και σκούζει και βογγάει Και φκιάνει λίμνη και γιαλό, και θεριωμένο εκείθε Πηδάει ταις πέτραις σαν στοιχειό και χάνεται 'ςτά πεύκα, Εκεί ο Γιαννούλας φύλαγε μια νύχτα με φεγγάρι, Να 'ρθούν τα 'λάφιατο νερό να λαφοκυνηγήση. 'Σ τον ουρανό μεσάνυχτα δείχνει ο Σταυρός κ' η Πούλια. Φυλάει αυτός ακοίμητος.

Το ποτάμι, στενεύοντας σ' αυτό το μέρος, τους έσερνε με μια φριχτή ταχύτητα. Μετά εικοσιτέσσερις ώρες ξανάειδαν την ημέρα· αλλ' η βάρκα τους τσακίστηκε ανάμεσα στις πέτρες· χρειάστηκε να συρθούνε από βράχο σε βράχο σ' ένα διάστημα μιας ολόκληρης λεύγας· τέλος ανακαλύψανε έναν απέραντο ορίζοντα περικλεισμένο από βουνά ασίμωτα.

Έχασα την γυναίκα μου, έχασα...τα παιδιά μου! — Κ εσώπασε ο Καλόγηρος. Οι 'γκαρδιακοί λυγμοί του Και τα πολλά τα δάκρυα τώπνιξαν τη φωνή του, Και δίχως λόγο και 'μιλιά έσκυψεένα βράχο, Κ' έκλεγε κι' αναστέναζε. Δάκρυα ευλογημένα! Δάκρυ' απ' τα φυλλοκάρδια του, απ' την ψυχή βγαλμένα!

Κοντά στο βράχο είδε μια γυναίκα· κεπειδή δεν ήτο μεγάλη απόσταση, διάκρινε πως ήτο το Βαγγελιό. Και τόσο παράδοξο το θεώρησε, ώστε δεν πίστευε τα μάτια του. Ήτο δυνατό αυτή η τόσο άρρωστη, πούλεγαν κάθε τόσο πως πεθαίνει, να φτάση 'κεί πάνω; Κιόμως αυτή ήτο· την έβλεπε αρκετά καθαρά. Αλλά και τι ήθελε σε κείνο το μέρος;

Σπρώχνε, βορειά, το κύμα Να φάη την πέτρα του γιαλού. Θα ξαφνιστής μια μέρα Να ιδής τη νεκροθάλασσα το βράχο ν' αγαπήση. Θαγκαλιαστούν τα δυο θεριά και τότε αδερφωμένα Θα χλημητίσουν φοβερά, κι' ο άνεμος θα πέση. Σαλάγα τους Ομέρπασα! Μάτονε τη βουκέντρα Να τρέχουν τα καματερά. Θα νάρθη εκείν' η ώρα Που αγριεμένα θα τα ιδής.

Επάνω στην αγία τράπεζα, που ήταν φτιαγμένη από ακατέργαστη πέτρα, το δισκοπότηρο άστραψε στον ήλιο και ο Λυτρωτής φάνηκε να διστάζει πριν ξεκολλήσει από το βράχο και αρχίσει να πετάει, εγκαταλείποντας το σταυρό ανάμεσα στη γκρίζα γη και το γαλάζιο ουρανό. Ακούστηκε κάποιος να κλαίει γοερά∙ ήταν ένας ζητιάνος ανάμεσα σε δυο τυφλούς, πίσω από ένα θάμνο. Ήταν ο Έφις.

Έπειτα βρήκαν το καπέλλο του επάνω σ' ένα βράχο που βλέπει στην κατωφέρεια του λόφου κατά την κοιλάδα και είνε ακατανόητο πώς ανέβηκε εκεί τη σκοτεινή και βροχερή νύκτα χωρίς να πέση. Έπεσε στο κρεββάτι του και κοιμήθηκε πολύ. Ο υπηρέτης τον βρήκε να γράφη όταν το πρωί στο κάλεσμά του τού έφερε τον καφέ.

Κουδουνίσματα παράξενα, με κρυστάλλινους αχούς αγροικιώνταν από ψηλά και κάτω, και πρόβαλαν και πηδούσαν κι έσερναν λιθάρια και στουρνάρια στη φευγάλα τους κατάμαυρα αγριόγιδα, πετροχελίδονα πετούσαν από βράχο σε βράχο, αετοί και γεράκια έφευγαν κι έρχουνταν ήσυχα και καμαρωτά, με βασιλικό μεγαλείο μέσα στην ανεμοζάλη, τσακάλια ουρλιώνταν στα σκεπασμένα από πυκνούς πέπλους βροχής, πλάγια των βουνών.

Έσυρα τον Λευθέρη κ' εβγήκαμε απ' το μοναστήρι. — Η χάρι της, του είπα, θα σε κάμη καλά. Εκινήσαμε, καταπόδιάλλους, που τους βλέπαμε να τρέχουν μπροστά. Ήτον μεσάνυχτα. Περπατήσαμε κάμποσο ανήφορο, και σε λίγην ώρα φτάσαμε στη σπηλιά. Ήτον μία σπηλιά ωραία, στον βράχο τον θεόρατο, με χρώμα σταχτερό, που έσταζε δροσιές ολόγυρα. Μοσχοβολούσε ο τόπος από θυμάρια, από σκοίνους κι' αγριοδυόσμο.

Λέξη Της Ημέρας

βόηθα

Άλλοι Ψάχνουν