United States or Mozambique ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΈπαρχοςΕκατόνταρχοςΕρμογένηςΆγιος ΔημήτριοςΣτρατιώταιΔιάκοιΠρεσβύτεροιΘσσαλονικείςΓυναίκεςΛαόςΠαιδιά. ΕΠΑΡΧΟΣ. Εφθάσαμε, σταθήτε. Λιγάκι περιμένετε. Έπειτα πίσω από το βράχο πάτε και τον ξεμπερδεύετε. Α' ΔΙΑΚΟΣ. Ο βούρδουλας σφυρίζοντας στους ώμους του τυλίγεται χωρίς να τον εγγίζη. Το θαύμα, γιατί δεν ανοίγετε τα μάτια σας, οι δήμιοι να ιδήτε;

Μα περσότερο του άρεσε να μένη ψηλά στο βράχο, στη βίγλα των πιλότων, και παρακαλούσε τη μαμά, που καθότανε κει με την εργασία της, να του διηγιέται ό,τι γνώριζε για τη θάλασσα. Είτανε κάτι περσότερο από ευτυχισμένος όταν έτρεχε με γυμνά πόδια στους βράχους και μάζευε απάνω τα μικρά του πανταλόνια και σκαρφάλωνε τόσο προσεχτικά με τα λεπτά του πόδια, σα μικρή βασιλοπούλα.

Μια κι ανέβη το βράχο, καλημερίζει το παιδί και του λέει: «Άξιο μου παληκάρι· αλήθεια αξίζει η γλυκειά σου φλογέρα να ξυπνάη από βαθύν ύπνο τις Νεράιδες της λίμνας μου. Κι αλήθεια αξίζει να συντροφέβη της γλυκειάς μου Χανούμ το τραγούδι στην οχθιά. Κι αξίζει να συντροφέβη τάπειρά μου κοπάδια στις βοσκές.

Και εγώ θα είμαι οδηγός σ' εσένα για το ταξίδι σου και σ' εκείνη για το δρόμο της. Και νομίζοντας κι' αυτό ακόμη σημάδι εκείνων, που είδε στο όνειρό του, τη βγάζει στη στεριά με την ίδια τη ναυαρχίδα του. Και μόλις είχε βγη έξω η Χλόη, ακούεται πάλι από το βράχο ήχος σουραυλιού, όχι πια πολεμικός και τρομερός, παρά ποιμενικός και σαν να οδηγούσε τα κοπάδια στη βοσκή.

Πλένουν τα φύλλα στη δροσιά χαρούμενα ταρείκη, Και ’ς το ελαφρό το φύσημα του αγέρα που διαβαίνει Συναπαντούσε φιλικά με τον ανασασμό του Το θρούμπι, την αληφασκιά, το σφελαχτό, η μυρτούλα. Δακρύζουνε τ' απάρθενα τα χιόνια ’ς το λιοπύρι, Ακούοντ' η νεροσυρμαίς από εγκρεμό σε βράχο Να παραδέρνουνε γοργά και λες με τη γαργάρα Πανάκραζαν την κλεφτουριά και την αποζητούσαν.

Δε γνώριζα τότε πως θα είχα να παλέψω με τη γυναίκα μου έναν άλλο μεγαλήτερον αγώνα, έναν αγώνα, που ύστερ' από το τέλος του η μοίρα μου είτανε να μείνω μόνος κι ωστόσο όχι μόνος, με την ψυχή θλιμένη κι ωστόσο όχι χωρίς ελπίδα. Τώρα βλέπω πως καθόμαστε τότε απάνω στον ψηλότερο βράχο, εμπρός από το λευκό αναπαυτικό σπίτι μας.

Κι ως τόσο μένουν ακόμα οι τοίχοι! τα χέρια που τους έχτισαν είχανε μέσα τους την αθανασία. Ας ανεβούμε ακόμα. Εδώ, εδώ είναι η Ακρόπολη της αρχαίας της χώρας. Η χώρα έγεινε χωράφι, και το σπέρνουνε Τούρκοι. Μα η Ακρόπολη μένει απάνω σε βράχο ριζωμένο στα βάθια της γης. Από δω κοιτάζανε νύχτα και μέρα κατά το πέλαγο, μην τύχη και προβάλη εχτρός. Και τι εχτρός!

Υπήρχε κάποια ομοιότητα μεταξύ εκείνου που αιστάνθηκα τότε και κείνου που με γέμιζε τώρα μ' ευτυχία κ' ελπίδα, και την ίδια στιγμή μου ήρθε στο νου πόσα χρόνια έθρεφα τον πόθο της θάλασσας. Σαν δράμα παρουσιάστηκε μπροστά μου μια ανάμνηση, που την είχα λησμονημένη πολύν καιρό. Ένα παιδί στέκει σ' έναν ψηλό βράχο και κοιτάζει πέρα τη θάλασσα.

Θα κάμη τέσσερα παιδιά από την ίδια ρίζα, που τόνομα του καθενός η τέσσερες θα πάρουν φυλές, οπού το βράχο μου 'κει πέρα κατοικούνε.

Κ' εθύμιζαν έτσι τους αντρειωμένους αγαπητικούς της βασιλοπούλας του τραγουδιού, οπ' αγωνίζονταν ποιος να σηκώση τον παλαιγό βράχο, το ριζωμένο λιθάρι, που κοίτονταν μέσα στο περιβόλι της, στη μέση στην αυλή της, για να την πάρη γυναίκα του, καθώς τους είχε τάξει.