Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Ιουνίου 2025


Το δε να γείνω βασιλεύς, απίθανον εξ ίσου όσον να γείνω Καουδώρ. Να μου ειπήτε πόθεν σας έρχετ' η ανήκουστος αυτή πληροφορία; και διατίαυτόν εδώ τον έρημον τον λόγγον μ' αυτούς σας τους προφητικούς χαιρετισμούς κ' αι τρεις σας τον δρόμον μας εκόψετε; Σας εξορκίζω, 'πήτε! ΒΑΓΚΟΣ Βγάζει κ' η γη, 'σαν το νερό κ' εκείνη, φουσκαλίδες! Φούσκαις της γης ήσαν κι' αυταί. Τι έγειναν; πού είναι;

Η επιθυμία της σάρκας βγάζει από το κορμί σου φωτειά που ίσαμε αυτού με καίει. Σε πυρωστιά θάθελα το κορμί σου απλωμένο νάβλεπα. Θέλω τον ερωμένο μου κακόν, αγριεμένο, τον θέλω χυδαίο! ποτέ μου δεν σε είδα σαν και τούτη τη στιγμή ωραίο! Άρπα με από τα μαλλιά και κάτω ρίξε με, δος μου κατακεφαλιές, βρίξε με. βάρα με, σαν το ρόιδι να σκάσω από τη γλύκα.

Αυτός ο δρόμος δε βγάζει πουθενά... Ο ζητιάνος χαμογέλασε αδιάφορα και μουρμούρισε πάλι: — Και ποιος σου είπε να πας ; Γύρισε πάλι τα μάτια του κατά τον κάμπο. — Κυττάζεις ακόμα το δρομαλάκι; του είπα πειρακτικά. Ήμουνα βέβαιος πως δεν θα μ' αποκριθή. Εκείνος όμως χωρίς να γυρίση να με κυττάξη, μου είπε: — Όχι. Κυττάζω το φτωχό το γαϊδουράκι, που το γύρισε πίσω ο αγωγιάτης.

Από ένα παράξενα γλυμμένο κιβώτιο, που η μητέρα του η Θέτις το είχε φέρει στο πλοίο του, ο αρχηγός των Μυρμιδόνων βγάζει τη μυστική κύλικα, που ανθρώπου χείλη ποτέ δεν την είχαν αγγίξει, και την καθαρίζει με θειάφι και με κρύο νερό την δροσίζει και πλένοντας τα χέρια του γεμίζει το γυαλισμένο της κοίλωμα με μαύρο κρασί και ραντίζει τη γη με το πηκτό αίμα του σταφυλιού προς τιμήν Εκείνου, που εις τη Δωδώνη προφήτες με γυμνά πόδια προσκυνούσαν, και προσεύχεται σ' Αυτόν, μη ξέροντας ότι του κάκου προσεύχεται κι ότι από τα χέρια δυο ιπποτών της Τροίας, του Ευφόρβου, του γυιού του Πανθέως, που τα τσουλούφια του με χρυσάφι ήταν θηλυκωμένα, και του γυιού του Πριάμου του λεοντόκαρδου, ο Πάτροκλος, των φίλων του ο φίλτατος, θα εύρισκε το μοιραίο τέλος.

Μόνον σαν τον στενοχωρήσουν πάρα πολύ, μόνο σαν ταραχθή, βγάζει μία παράξενη φωνήΓια τον Θεό, Σουλτάνε μου, να μην το μάθη η κοκκώνα! — Άλλο απ' αυτό δεν ηξεύρει τίποτε! Ο αρίσκος ο Κιαμήλης!

«Πάλι σας χαιρετώ, παλικάρια, που χάρη νάχετε τα ηρωικά σας ονόματα, και δεν σας παίρνουνε για αποβγάλματα της Φραγκιάς! Που σπίθες πετούνε τα μάτια σας, μα σπίθες που δε μυρίζουν μπαρούτι! Που ο Άρης την πήρε τη φλόγα του από την όψη σας, και σας αφήκε τα ρούχα του μοναχά! Καλή μας τύχη, παιδιά μου, που η Φύση κάμνει και θάματα κάποτες. Βγάζει κάποτες και δράκους από τα σπλάχνα της σαρδαναπαλιάς.

Μα όταν μπαίνη μέσα, έρχεται ίσια σε με, βγάζει το φυλαχτό και μου λέει τι έχει μέσα. Έπειτα μου το φέρνει εμπρός στο στόμα και με παρακαλεί να το φιλήσω. Το κάνω για να μην της ταράξω τη χαρά και μ' ένα ευτυχισμένο χαμόγελο το ξανακρύβει στο στήθος της ενώ λέει: — Αν ήξερες πόσο είμαι ευτυχισμένη όταν είμαι έξω κοντά στο Σβεν, δε θα σε πείραζε που πηγαίνω τόσο συχνά.

ΒΑΚΧ. Αυτά κρεμά σ' ένα πάτερο και τα θυμιάζει με το θειάφι και ρίχτει το αλάτι στη φωτιά. Την ώρα εκείνη λέγει και τα δύο ονόματα, το δικό του και το δικό σου. Έπειτα βγάζει από τον κόρφο της μία σβούρα και τη γυρίζει και συγχρόνως μουρμουρίζει βιαστικά κάτι λόγια βαρβαρικά που τ' ακούς και σηκώνεται η τρίχα σου. Με αυτά ο Φανίας εγύρισε πάλιν σ' εμένα.

ΒΛΕΠΥΡΟΣ Εγώ αν ήμουν όμως, το γάλα θα του σύσταινα που βγάζει ο φρέσκος φλόμος από βραδύς να στίβη, και μ' ένα σκορδοκέφαλο τα τσίνουρα να τρίβη. ΧΡΕΜΗΣ Τότε κι' ο έξυπνος Γλετζές, αυτός ο κουρελής, γδυτός εφανερώθηκε στο μέσον της Βουλής, όπως πολλοί τον είδανε• μα το 'λεγε κι' αυτός πως ήτανε γδυτός.

Με ρώτησε, τι θέλω. — Τι να θέλω; υγεία και δουλειά, αφέντη. — Δουλειά; λέει· εγώ να σου δώσω χρήματα να κάμης δουλειά, ό,τι δουλειά θέλεις. Και σηκόνεται, μωρέ μάτια μου, βάζει ένα κλειδί σε μια ορθή κασσέλα . . . Κρακ! εγώ τρόμαξα, να σου πω! — Ανοίγει ένα πορτέλλο, χονδρό 'σάν κ' εκείνο που έχουν η μπουκαπόρταιςτα βασιλικά καράβια, και βγάζει αυτή τη σακκούλα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν