Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Ο άντρας της μ' έναν υπασπιστή κ' ένα δούλο πηγαίνει από σκηνή σε σκηνή. Μπορεί να ιδή τα γυαλιστερά του μαλλιά κ' ακούει ή φαντάζεται πως ακούει την καθαρή εκείνη κρύα φωνή. Στην αυλή κάτω ο γυιός του Πριάμου κουμπώνει τον χάλκινο θώρακά του. Τα άσπρα μπράτσα της Ανδρομάχης είναι γύρω στο λαιμό του. Την περικεφαλαία του αφίνει χάμου για να μη τρομάξη το μωρό τους.
Το αξίωμα όσα δίνει Στην υπόληψιν ενού, Μόνε λείψη τον αφίνει Μες το πλήθος του κοινού. Το προτέρημα χαρίζει Αναφαίρετη τιμή, Και τον κάνει να αχρήζη, Και παντού να ευδοκιμή. Σε δέντρο απάνω ο Κόρακας εκάθησε απετόντας, Στη μύτη του βαστόντας Μια γρούδα από τυρί. Η Αλουπού διαβαίνοντας Καταλαχού απέκει, Τον βλέπει· κοντοστέκει Η παραπονηρή.
Κατά τον ίδιον τρόπον σώζεται παν το θνητόν, όχι δηλαδή διότι είνε πάντοτε το αυτό, όπως συμβαίνει εις το θείον, αλλά διότι το απερχόμενον και παλαιούμενον αφίνει εις την θέσιν του άλλο νέον όμοιόν του. Αυτό είνε το μέσον, ω Σώκρατες, διά του οποίου το θνητόν μετέχει της αθανασίας, και σώμα και όλα τάλλα· δι' άλλου τρόπου το πράγμα είνε αδύνατον.
Τοιούτος λοιπόν είναι ο μέσος, αδιάφορον αν ονομάζεται επιδέξιος ή ευτράπελος. Ο δε βωμολόχος είναι κατώτερος από τον γελοίον και δεν αφίνει απείρακτον ούτε τον εαυτόν του ούτε τους άλλους, αρκεί να προξενήση γέλωτα, και λέγει πράγματα από τα οποία κανέν δεν ημπορεί να ειπή ο χαριτωμένος, μερικά δε ούτε να τα ακούση. Ο δε αγροίκος εις τοιαύτας συναναστροφάς είναι άχρηστος.
— Αν είχες δουλειά, να κοιτάξης, του λέει, πήγαινε τώρα, και τα λέμε άλλη φορά. — Ναι, κάτι θέλω να κοιτάξω, αποκρίνεται ο Μιχάλης. Το βράδυ έρχουμαι και τα λέμε. Κ' έτσι αφίνει το Δημήτρη, και παίρνει τον άλλο δρόμο ανάλαφρος και παρηγορημένος, σα να ξύπνησε από βραχνά φοβερό. — Σε ξέρω κ' έννοια σου, κακόμοιρε, μουρμούριζε ο Δημήτρης, όταν έμεινε μοναχός του.
Είπε, κι' αφτά λες τάσκιαξε τ' αφεντικού η φοβέρα και κόβουν δρόμο. Μα πολύ δεν πέρασε, και να το θωράει της στράτας το στενό του γέρου ο γιος Νεστόρου. Της γης εκεί είταν σπάσιμο, πούχε κατέβει ρέμα 420 με τις βροχές και τόσπασε γουβιάζοντας το δρόμο. Εκεί ο Μενέλας έτρεχε και ζήταε ν' αποφύγει το λάκκο ομπρός του. Μα έξαφνα αφίνει τη γραμμή του κι' ορμάει λοξά ο Αντίλοχος χτυπώντας τ' άλογό του.
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πήγαινε, σε παρακαλώ, που σ' έχω αγαπημένο απ' τους ανθρώπους πειο πολύ, να μάθης ό,τι σ' ωφελεί. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Να μάθω τι; Να πάτε στην οργή! κανείς στο σπίτι δεν θα μείνη. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ο θειος μου ο Μεγακλής εμένα δεν μ' αφίνει να μείνω δίχως άλογο. Μέσα λοιπόν πηγαίνω, κ' όσο για σε, ούτε λεφτό δεν δίνω τσακισμένο.
« Σ' είδε ο Αλή-Πασσάς » Και σκανδαλιέται. » Και μες 'ς τα σπλάχνα του » Έρωτας κλειέται.» « Σ' είδε και τ' άτι του · «'Στά 'πισθινά του » Σηκώθκε, άγριψαν » Τα όμματά του.» « 'Στό παραθύρι σου » Έβγα, Φροσύνη. » Φεύγει ο Μουχτάρης σου, » Και 'γειά σ' αφίνει.» « Άκουσε! Άκουσε! . . » Πώς τραγουδάει! . . » Με το τραγούδι του » Σε χαιρετάει.»
Μήπως τάχα η αντιλογική τέχνη δεν είναι κάποια δύναμις ικανή να διαφιλονική τα πάντα; Θεαίτητος. Φαίνεται τουλάχιστον, ότι δεν αφίνει τίποτε. Ξένος. Συ λοιπόν, παιδί μου, δι' όνομα θεού το νομίζεις αυτό δυνατόν; Διότι πιθανόν σεις οι νέοι να βλέπετε καθαρώτερα, ημείς δε θαμπότερα. Θεαίτητος. Ποίον είναι αυτό, και διατί το λέγεις κυρίως; Διότι εγώ ακόμη δεν ενόησα αυτήν την ερώτησιν. Ξένος.
Ανυπόμονος ο Καλίφης διά να πληρώση την επιθυμίαν του, αφίνει τους δούλους και τα άλλα εις το κονάκι, και την ιδίαν ώραν ξαναγυρίζει προς τον ευεργέτην του, και ευρίσκοντάς τον μόνον είπεν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν