Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025
Σηκώνεται αμέσως ο Τριστάνος, με το γυαλιστερό σπαθί στο χέρι: «Άναντρε, φωνάζει, ο κακός θάνατος θε ναύρη κείνον π' αφίνει τον κύριο για να χτυπήση το άλογο. Δε θα βγης ζωντανός απ' αυτό το λειβάδι. — Μου φαίνεται πώς δε λέτε αλήθεια! απάντησε ο Ριόλ, σπρώχνοντας κατ' απάνω του το άτι.
Ούτε στα πούπουλα μέσα δε θάκανα τέτοιον ύπνο. Ο δυστυχισμένος! Μόνος του θέλει να δώση παρηγοριά στον εαυτό του, έλεγα μέσα μου. Με κύτταξε στα μάτια. — Ε! πάλι καλά! του είπα. Ο Θεός είνε μεγάλος, πολυεύσπλαχνος, κανένα δεν αφίνει. Ήσουνα καλός άνθρωπος, Καπετάν Γιάννη, άνθρωπο ποτέ σου δεν έβλαψες, θα σε συχωρέση ο Θεός. Έκανες το κακό στην κακή την ώρα, μετανόησες.
Τότε οι θεοί χειρότερα πιο ακόμα των παθών τους τον τάραχο ίσως πάθαιναν απ' τους θυμούς του Δία, μόνε από φόβο η Αθηνά, όλοι οι θεοί μην πάθουν, όξω χοιμά οχ το πρόσπιτο κι' αφίνει το θρονί της, κι' έτρεξε αμέσως τούβγαλε τα κράνο απ' το κεφάλι 125 και την ασπίδα απ' το κορμί, και τ' άσπαστο κοντάρι του τ' άρπαξε απ' τη χέρα του και τόστησε στην κόχη.
Κ' έτσι την αφίνει ο Βασιλιάς και φεύγει και πηγαίνει κατά τα τειχίσματα, και βγαίνει στην εξοχή, και χώνεται σ' ένα χωράφι, και κόβει ξύλα, και φορτώνει ένα δεμάτι στον ώμο του, και κατεβαίνει ίσια κατά τασκέρι που είταν τώρα σκορπισμένο μπροστά, στα τειχίσματα. — Ώρα καλή, γέρο! Του φωνάζει ένας παλικαράς Μωραΐτης. Δεν μπορείς από δω να περάσης.
Πολύς απέρασε καιρός. Μα από την μέρα εκείνη Πόνος με σφάζει καρδιακός κ' ήσυχο δε μ' αφίνει. Βολές με κάνει να γελώ, βολές ν' αναστενάζω. Βολές να κλαίω, και βολές τραγούδια ν' αραδιάζω. Κάποτε μ' είδαν στο χωριό, σε μια μεγάλη σκόλη, Κι' όσ' έμαθαν για το νερό, το καταριώνταν όλοι. Κ' η δόλια η βρύση ερήμαξε. Κι' οχ' τότε νύχτα μέρα Ούτε τραγούδι ακούς εκεί, ούτε γρυκάς φλογέρα.
Αλλ' η θεία χάρις σκέπει πάντοτε τον κοπιάσαντα εν τη αρετή, όστις αποκτά ούτως ειπείν δικαιώματα επί της θείας δικαιοσύνης και δεν τον αφίνει να πέση εις βλασφημίαν, καθώς τον δίκαιον Ιώβ. Έπτυσεν εις την γην η αγαθή Γερακούλα, ως να απέπτυσε την βλασφημίαν, και ποιήσασα το σημείον του Σταυρού. — Δόξα σοι ο Θεός! εφώνησεν εκ βάθους στενάξασα ως από των εγκάτων των σπλάγχνων της.
Ωιμέ! του φόνου τούτου ποιος θα δώση λόγον; 'Σ εμάς θ' αποδοθή, διότ' η πρόνοιά μας έπρεπε να 'χη ευθύς περιορίση τούτον τον τρελλόν νέον και απ' ανθρώπων κοινωνίαν μακράν καθόλου να τον κλείση· αλλ' ήταν τόση η αγάπη μας οπού το πρέπον αμελήθη. Ωμοιάσαμεν ανθρώπου, 'πώχει αισχρήν αρρώστιαν, και, όπως μη γνωρισθή, να τρώγη την αφίνει ως εις την ρίζαν της ζωής. Πού πήγε τώρα;
Αφού προσηλύτισε κάμποσους ο Παύλος στην Κόρινθο, αφίνει τη θέση του στον Απολλώ, άλλο Ιουδαίο Χριστιανό, και μεταγυρίζει στην Ασία. Μα δεν την αλησμόνησε την Ελλάδα, μόνο ξαναφάνηκε πάλι· κι ακόμα σα δεν μπορούσε ατός του να ξανάρχεται έστελνε τον αγαπημένο του Τιμόθεο. Οι επιστολές του «Προς Κορινθίους» μας φανερώνουν πόση αγάπη τους είχε ο Παύλος και πόσο τους νοιάζουνταν πάντα.
Εάν νομίζης σεαυτόν αθάνατον, εάν νομίζης ότι άρχεις στρατού αθανάτου, περιττόν να σοι είπω τον στοχασμόν μου· αλλ' εάν αναγνωρίζης ότι είσαι άνθρωπος και ότι άρχεις επί ομοίων σου, μάθε προ παντός άλλου ότι τα ανθρώπινα πράγματα ομοιάζουσι τροχόν όστις στρέφεται ακαταπαύστως και δεν αφίνει πάντοτε τους αυτούς ανθρώπους να ευτυχώσιν.
Εισέρχεται ένας ΒΑΣΙΛΕΑΣ και μία ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ και ερωτικώς αγκαλιάζονται· αυτή γονατίζει και με τα σχήματα του φανερόνει την αγάπην της· εκείνος την σηκόνει και γέρνει την κεφαλήν εις τον λαιμόν της· πλαγιάζει επάνω εις ένα ανθοστόλιστο κάθισμα· αυτή, άμα τον είδε αποκοιμημένον, τον αφίνει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν