Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 31 Μαΐου 2025
Α! άριστε των κόσμων πού είσαι; Κι' από τι αρρώστια πέθανε; Ίσως άραγε γιατί μ' είδε να με διώχνουν από τον ωραίον πύργο του κυρίου πατέρα της με δυνατές κλωτσές; — Όχι! απάντησε ο Παγγλώσσης. Την ξεκοίλιασαν Βούλγαροι στρατιώται, αφού πρώτα την εβίασαν όσο μπορεί να συμβή αυτό σε άνθρωπο.
Τι παράξενες, γεμάτες ελπίδα, ανησυχία, απελπισία, και φόβους είταν οι μέρες που ακολουθήσανε! Ο γιατρός μας είπε πως η αρρώστια θα βαστάξη πολύ, ετοιμαστήκαμε λοιπόν να περιμείνουμε με υπομονή και προσπαθούσαμε να δείξουμε πως είχαμε κι αυτήν την αρετή.
Και ήμουν ειλικρινής. — Σε πιστεύω, μα δε φοβάσαι συ, εγώ φοβούμαι. Να γενώ αφορμή ν' αρρωστήσης και τέτοια αρρωστιά; Θεός φυλάξοι, καλλίτερα ν' αποθάνω εγώ δέκα θανάτους. Κεκειά που θα πάω, δε θα βρω ποτε ανάπαψη. Εγώ θέλω, παιδί μου, να ζήσης και να καλοπεράσης τη ζωή σου. Μόνο τότε θάμαι κεγώ χαρούμενη στον άλλον κόσμο. Εγώ ένα πράμμα θέλω από σένα, να με θυμάσαι.
Δεν θ’ άξιζε καράβι ή κάστρο έρημον απ’ ανθρώπινη ζωή που μένει. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πολύ γνωστοί μου οι πόθοι σας, δυστυχή τέκνα. Ξέρω και τι σας έφερεν ενώπιόν μου. Ξέρω η αρρώστια όληνε δέρνει την πόλιν, μα σαν εμέναν’ άρρωστος κανείς δεν είναι. Εσείς μονάχα θλίβεσθε για τον εαυτό σας. Μα για την πόλιν και για μένα και για σένα πονεί, ραγίζεται η ψυχή του βασιλέως.
Αυτού θαλασσοδέρνονταν δυό 'μέραις και δυο νύκταις, κ' η καρδιά του τον όλεθρο συχνόβλεπεν εμπρός του. αλλ' ότε η καλοπλέξουδη Ηώ την τρίτα ημέρα 390 έφερ', έπαυσ' ο άνεμος, και ανάνεμη γαλήνη έγεινε, και αυτός σπρώχνοντας το βλέμμ' είδε πλησίον την γην, ως τον εσήκωσεν επάνω μέγα κύμα. και ως δείχνεται ποθούμενη για τα παιδιά του η ζήσι πατρός, 'π' αρρώστια μακρινή σκληρή 'ς την κλίνη φθείρει, 395 όπου έρριξέ τον δαίμονας κακός, και τον εσώσαν ποθούμενον οι αθάνατοι, παρόμοια του Οδυσσέα εφανερώθη ποθητή η γη και η πρασινάδα. κ' εκολυμπούσε πρόθυμος 'ς την γη πόδι να στήση. και ως ήταν εις το διάστημα, 'π' ανθρώπου βοή φθάνει, 400 τότ' άκουσε της θάλασσας τον κτύπον εις τους βράχους• ότι προς την ξερή στερηά το μέγα κύμα εμούγκρα φρικτά ως το ξέρνα η θάλασσα, και αφρούς εσκέπαζ' όλα• γιατί λιμάνια δεν ήσαν, αράσματα δεν ήσαν, αλλ' άκραις ήσαν πετακταίς, πέτραις σχισταίς και βράχοι. 405 και τ' Οδυσσηά τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία, κ' έλεγε με παράπονο 'ς την ανδρική ψυχή του•
Πώς δε βαριέται; Αλήθεια όμως, κι αφτό μας το ξηγούνε οι γιατροί· θα κόλλησε από το Νίτσε, γιατί το ξέρουμε σήμερις πως κολλητική αρρώστια είναι κ' η τρέλλα· ο τρελλός πάλε πώς να βαρεθή; Διασκεδάζει με την τρέλλα του, μοναχός του, και μάλιστα καμαρώνει.
Ούτω, εν σκηνή Α' της τρίτης πράξεως, ο Μάκβεθ λέγει προς τους δολοφόνους ότι η ζωή του Βάγκου είναι αρρώστια μου, κ' υγεία μου θα ήν' ο θάνατός του. Τάφω δ' εκείνον ουχί κρύψετε ουδ' ει θέλουσ' οι Ζηνός αιετοί βοράν φέρειν νιν αρπάζοντες ες Διός θρόνους. Αλλά νόμος μεν φονίας σταγόνος χυμένας εις πέδον, άλλο προσαιτείν αίμα.
Τις δυο κατοπινές μακρές βδομάδες η αρρώστια του Σβεν ταιριάστηκε με τις συνήθιες της καθημερινής ζωής μας, όπως γίνεται πάντα σαν έρχεται η αρρώστια σ' ένα σπίτι.
Οι άνθρωποι μαραίνονται ταχύτερ' από τ' άνθη και τους πλακόνει θάνατος, πριν τους πλακώση αρρώστια! ΜΑΚΔΩΦ Περιγραφή ελεεινή και πιστοτάτη όμως! ΜΑΛΚΟΛΜ Τι ήτο το δυστύχημα το τελευταίον, 'πέ μας. ΡΩΣ Εκείνα που συνέβησαν εντός μιας ώρας μόνον κανείς αν έχη να τα 'πή, η γλώσσα του μαλλιάζει. Κάθε στιγμή οπού περνά γεννοβολά και νέα! ΜΑΚΔΩΦ Πώς είνε η γυναίκα μου; ΡΩΣ Καλά!
Θυμήθηκα τα λόγια του Βαγγελιού, πως ήτο αμαρτία να παρακούω της μητέρας μου. Αλλά και για το χατίρι της άρρωστης, ενώ άρχισα με απόφαση ανταρσίας, κρατήθηκα. Και της μάνας μου όμως ο γλυκός τρόπος μαφώπλισε ολότελα. — Μια φορά πήα και την είδα, είπα, κιαυτή μεμπόδισε να τση σιμώσω, για να μην πάρω, λέει, την αρρώστια τση.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν