Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025


Θέλεις ήταν ανέλπιστη χαρά, θέλεις το θέλημα Θεού, άμα ετελείωσα, κάτι ανάλαφρο και κάτι ζεστό αισθάνθηκα να φεύγη από την καρδιά μου κ' έπεσα κάτω αναίσθητος. Από τότε δεν έχω πλέον όρεξι για δουλειά· ούτε για ζωή. Με φωνάζει ακαμάτη ο θείος μου κ' έχει δίκηο· το καταλαβαίνω πως έχει δίκηο. Μα τι να κάνω: Ως εδώ ήταν η συρμή μου.

Έτσι είπε, και προς το καστρί περήφανα γυρίζει πιλάλα, λες σαν άλογο μ' αμάξι αγωνοδρόμο που χλωροκάμπια ανάλαφρο με δρασκελιές διαβαίνει· έτσι έπαιζε κι' αφτός γοργά τα γόνατα και πόδια. Πρώτος ο γέρο-Πρίαμος τον είδε που στον κάμπο 25 δρόμιζε κάτου, αστράφτοντας σαν άστρο που προβάλλει τον τρυγητή, κι' από πολλά τριγυρισμένο αστέρια χύνει το φως του αλάθεφτα μες στης νυχτός την πίσσα.

Από πού ως πού; αναπετιέται και φωνάζει ο Δημήτρης. Να, από ταλλοίθωρά σου μάτια ως του Πανάγου την μπερμπαντιά. — Ο Πανάγος! Και χαμογελώντας ο Μιχάλης, σα να σηκώθηκε μεγάλο βάρος από τα στήθια του, ξαναλέει μ' ανάλαφρο ανασασμό.

Σήκω, να το δω με τα μάτια μου πως είνε χαρά κι' όχι λύπη της Αρετούλας ο γάμος. Δέσπω. Ο χορός θέλει νιάτα, παιδί μου, θέλει και νου ανάλαφρο από συλλογές. Κάλλιο νάρθη η νύφη και να μπη στο χορό για τη μάννα της. Κωστ. Και μάννα και κόρη. Αρετούλα, που είσαι; Ελάτε να μου το δείξετε πως τη νοιώθετε τη χρυσή μας τη μοίρα. Βιολ. Βιολ. Κωστ. Να μου ζήτε, και μάννα και κόρη.

Το φιλόξενο και ευγενικό νερό!! Πόσο τον έκανε ανάλαφρο και πρόθυμο για δουλειά! Πόσο τον νανούριζεν έξω στο σώμα και μέσα στην ψυχή! Πάντοτε είχε λογαριάσει ένα μπάνιο περισσότερο, για εξυγιαντικό της ψυχής παρά του ίδιου του σώματος. Τις στιγμές κείνες μάλιστα, έβγαλε και αυτή τη σκέψη: — Ανοίξετε χιλιάδες, άπειρα λουτρά στον κόσμο, και κλείσετε τα δικαστήρια και τις φυλακές.

Απάνω της σκυμμένοι, αχνοί και άλαλοι παραστέκουν οι γονέοι, ανίκανοι να συνδράμουν την κόρη στο χαροπάλαιμα. Και δεν ακούεται άλλο τίποτα, άλλο δεν κινείται και δεν κροτεί μέσα στο θλιμμένο δωμάτιο παρά το ανάλαφρο αγγομαχητό της μπεοπούλας, σαν να είνε το φτεροκόπημα της ψυχής.

Εκείνη την ώρα έβαλε ένα αεράκι σιγανό κι ανάλαφρο, και το μονόξυλο πήγε τ' ανοιχτά. Θέλησα να το γυρίσω, μα του λόγου της με μπόδισε. Της άρεγε έτσι, μ' άρεγε και μένα έτσι τότες. Καψονιόπαντροι, να τα λέμε τόρα; Έτσι τραβήξαμε αρκετά, όντας ξάφνω σηκόνεται του λόγου της η κυρά αντάρα, κυρ μηχανικέ. Και να πης, σηκώθηκε λίγη, λίγη; Σα να την ξέρασε ξαφνικά κάνας δαίμονας.

Το χιόνι άρχισε να πέφτη χοντρό, ανάλαφρο στο κατάστρωμα, να κάθεται στα ξάρτια, να πιάνη στα πανιά, να λυώνη κάτω στη σκοτεινή θάλασσα. Τριγύρω έκλεισαν τα ουρανοθέμελα, έσβυσαν τ' άλλα πλεούμενα, εχάθηκαν τα Μπουγάζια. Εχάθηκαν από τα μάτια μας όχι όμως και από την ψυχή μας.

Κι' ένας τους νιος στο γυρισμό τούς βάραε το λαγούτο γλυκά που λες σε λίγωνε, κι' αγάλι τ' αποτρύγια 570 τραγούδαε, κι' όλη η συντροφιά ξοπίσω ροβολούσε, και ξεφωνώντας χόρεβαν μ' ανάλαφρο ποδάρι. Κι' έφτιασε μέσα εκεί βοδιών κοπάδι κουτελάτωναπό καλάι τα διόρθωσε τα βόδια και χρυσάφι — π' απ' την ταγή ίσα τρέχανε με μουγκρητά να πιούνε 575 κοντά σε ρέμα μούρμουρο, δροσάτο καλαμιώνα.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν