Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 23 Μαΐου 2025
Λόγο μόνον να μου δώσης, πως κι' εσύ θα μου τελιόσεις τούτο που θελά σου ειπώ· Αχ! τα μάτια αυτά όσο ζήσω, εδικά μου ν' αποχτήσω, κι' όσο ζιώ να τ' αγαπώ. Αχ! έφτακε η φαρμακερή, κι' η ώρα ήρθ' εκείνη, Που θέλα σε ξεχωριστώ χρυσό μου καναρίνι· Η διορία σώθηκε, καιρός δεν απομένει. Στη μαυρισμένη μου καρδιά τι χαλασμός 8ά γένη.
Αλλ' αν αυτό ήτο για μένα θρίαμβος, πολύ φοβούμαι σήμερα ότι το Βαγγελιό θα αισθάνθηκε κρυφή λύπη, γιατί δε βρέθηκε κάνεις νέος να πάρη την ανθοδέσμη της, αλλά την αφήκαν σένα παιδί δέκα τεσσάρω χρονώ. Στη δεύτερη Ανάσταση ήρθ' έξω στην εκκλησία το Βαγγελιό κέκαμε το Χριστός Ανέστη με τη μητέρα και την αδερφή μου. Ήρθε και σε μένα, αλλά τα χείλη της πέρασαν από το μέτωπό μου, χωρίς να γκίξουν.
Ο Επιστάτης άρχισε να διαβάζη· — &Δήμος Καναβιός&! ήρθ' από τ' Ανάπλι το βούλεμά του αθωτικό. Νάβγη, λέει, τέλεια ελέφτερος· σήμερα εικοσιτρείς, Σετέμπρης μήνας, έτος χιλιοστό οχτακόσια ενενήντα, και με γεια και το πράτιγο!.. — Με γεια και το πράτιγο! εσκούξαμε κ' εμείς οι άλλοι κατάδικοι, όλοι μ' ένα στόμα.
Προ ολίγου καιρού, όταν ήρθ' εκείνος ο χωρικός από τας Αχαρνάς κ' έφερε δύο μνας, αμούστακος και αυτός — είχε πάρει την πούλησι απ' τα κρασιά του πατέρα του — τον έδιωξες με περιφρόνησι, γιατί θέλεις να κοιμάσαι μόνο με το μορφονιό το Χαιρέα. ΜΟΥΣ. Τι; έπρεπε ν' αφήσω το Χαιρέα και να πάρω εκείνον τον βρωμιάρην τον χωριάτη; Για μένα το νοστιμώτερο γουρουνόπολο των Αχαρνών είνε ο καλός μου Χαιρέας
Και την νύκτα ότε έπεσαν να κοιμηθούν, εις την μίαν άκραν της καλύβας αυτός και εις την άλλην ο Νάσος με την γυναίκα και το παιδί του ήκουσε την αλήθειαν. — Ξέρω κ' εγώ, αδερφέ έλεγεν ο Νάσος σιγά εις την γυναίκα του· έκλεψε σου λένε. — Και τον αφώρεσαν; — Τον αφώρεσαν λέει; δεν αηκούς με μαύρες λαμπάδες και λεβέτια καπνισμένα και αναθέματα!. . . — Για 'κείνο ήρθ' εδώ; — Για 'κείνο — αμ' τι;
Κάθε κρότος Που όξω απ' το πύργο ακούεται, το χέρι εκείνο φέρνει Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό, και το χορό του φέρνει... Όξω απ τον πύργο αλαλαγμός· ήρθ' ο οχτρός, πλακώνει Μέσ' 'ς της μπαρούτης το σωρό το χέρι εκειό σιμώνει, Το χέρι εκειό με το δαυλί, το χέρι του Καψάλη. Με μιας αστράφτει και βροντά.
Ο υιός του Διός και της Λητούς· αυτός τον βασιλέα Ωργίσθη· και 'ς το στράτευμα κακήν σήκωσ' αρρώστιαν. Και οι λαοί εχάνουνταν· γιατί ο βασιλέας Ατρείδης τού ατίμασε τον ιερέα Χρύσην. Ότ' ήρθ' αυτός εις τα γοργά των Αχαιών καράβια, Δια την θυγατέρα του να την ελευθερώση, Άπειρα λύτρα φέροντας, βαστώντας και 'ς τα χέρια Το στέμμα του Απόλλωνος με το χρυσόν το σκήπτρον.
Η δυο ψυχαίς πάντα, πετούν... Πετούν ολίγο ακόμα Και φτάνουν 'ς ένα ψήλωμα... — Θανάση, στάσου τώρα Κι' ολόγυρά σου κύτταξε. — Δεσπότη!... Ποια είν' εκείνη Η χώρα που μαυρολογά, χτισμένη 'ς εφτά ράχαις;.. Μου φαίνεται άγρια θάλασσα, και το ροχχάλιασμά της Τακούω που φτάνει ως εδώ;... — Ελεημοσύνη... Ένα σπαθί... Πριν φέξη τήνε πέρνω. — Διάκε, δεν ήρθ' η ώρα μας.
Επί τέλους θα βρισκότανε και κανείς να τόνε σκοτώση να πάη άδικα. Εισελθών εις το σπίτι ηρώτησε με τραχύτητα την σύζυγόν του, η οποία κατεγίνετο να παραθέση το δείπνον· — Δεν ήρθ' ακόμη ο λεγάμενος; — Ποιος λεγάμενος; είπε στραφείσα η Ρηγινιώ. — Ο Μανωλιός. — Και γιάιντα τόνε λες ετσά; — Είνε να μην τόνε λέω και γάιδαρο ακόμη με τσι γαϊδουριές απού κάνει; Αυτός θα με κάμη κακό με όλο τον κόσμο.
Τόχτισαν όπως — όπως οι γέροι στον καιρό του Καποδίστρια· σκεπή ζήταγαν να βάλουν το κεφάλι τους και τίποτ' άλλο. Μα χρόνο με το χρόνο το σπίτι γέραζε και πλήθαινε η φαμελιά. Ήρθ' ένα παιδί, ήρθε άλλο· πού να μας χωρέση! Το σπίτι αδυνάτιζε και τα πόδια των παιδιών δυνάμωναν, δυνάμωναν στα καλά. Κάθε πήδημα του παιδιού και μια πληγή στο πάτωμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν