Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Ιουνίου 2025
Οι επτά ένοχοι ήταν πεπεισμένοι ότι ήρθαν τα τελευταία τους και ο Καλίφης μετάνιωσε πικρά που δεν άκουσε την συμβουλή του Βεζίρη.
Ενωρίς ακόμα ο Βλογιάρης ο κήρυκας το διαλάλησε διπλές φορές. Άναψε και το μεγάλο φανάρι κάτω από τις θολωτές καμάρες απέξω κρεμαστό. Δυο φαντάροι, κορδωμένοι σαν ιδιάνοι, ήρθαν κ' έπιασαν την ανοιχτή πόρτα απομέσα. Ο Γιάνης, όταν τους είδε που εμπήκαν, έσυρε ένα σκαμνί, επήρε κ' ένα δίσκο απ το τεζάκι. Εστήλωσε το σκαμνί στην πόρτα παράμερα.
Έτσι ήρθαν στη μυριόβρυση κυνηγοβόσκητη Ίδα, και στο Λεχτό πρωτάφισαν τη θάλασσα, και βγήκαν όξω κι' οι διο τους στη στεριά, και τα γοργά τους πόδια ψηλά στις άκρες σάλεβαν τα φυλλωμένα δέντρα. 285 Κι' ο Ύπνος στέκει εκεί — πριχού πάει στου Διός τα μάτια — απάς σε θόρατο έλατο, που απάς στην Ίδα τότες απ' όλους πιο τρανόκορμος ψηλά κορφοπετούσε· εδέκει μες στα σύμπυκνα κρυμένος δεντροκλάδια καθότανε, όμιος με πουλί γλυκόφωνο που οι άντρες 290 το λεν στα όρη κύμιντα και που οι θεοί χαλκούδα.
— Όλα τα κακά μας ήρθαν μαζεμένα στο κεφάλι μας! είπε ο γέρος ο βασιλιάς. Και σα γυρίση με το καλό το βασιλόπουλο και σαν του βάλω την κορώνα με τα χέρια μου, που θενά βρης το τάξιμο που τούταξες για την καινούργια τη βασίλισσα ; Και τον πήρανε τα δάκρυα. Έβγαλε προσταγή ο βασιλιάς, ανθρώποι μπιστεμένοι ναπολυθούνε σ' όλο το βασίλειο, να πάρουνε βουνά και λόγγους, να βρούνε το χαμένο θησαυρό.
Έτσι ταλλάζανε για πιο αστείο και σε κάθε «μπουμ» δος του μια με το τακούνι. . . Η Λιόλια που δεν έβγαινε απ' τα ξεροκοκκινίσματα, μόλις το πήρε ταυτί της έκαμε να φύγη, γιατί θάρρεψε πως γι' αυτήν τόλεγαν οι νέοι. Ο Νίκος και οι φίλοι του ξεκαρδιστήκανε στα γέλοια. . . Ήρθαν και τους πήραν τα καπέλλα και τα παλτά τους.
1856, Αυγούστου 3 . Έγεινε δοξολογία για τον Ναπολέοντα. 1857, Θερτή 11 , μέρα Κυριακή. Όλη τη νύχτα έκαμε μεγάλη θεομηνία. Εξεριζώθηκαν πολλά δέντρα κι ανθρώποι κάηκαν από αστροπελέκια. Φόβος έπιακε όλα τα Γιάννινα. 1858, μήνας Γεννάρης . Από το πολύ κρύο πάγωσε η λίμνη πέρα πέρα. 1858, Απριλιού 12 . Ήρθαν 30 Κοζάκοι. 1858, Θερτή 29 , μέρα Κυριακή.
Αμέσως ειδοποιήθηκαν ταδέρφια του κ' η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι' ήρθαν και πήραν το άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το φόρτωμα και τον πιστό το Γκεσούλη και πήγανε στο χωριό να του κάνουν το ξόδι. Δυο-τρεις μέρες υστερώτερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι' ο Φετάνης κι' έκανε πως λυπιώνταν κι' αυτός για το φόνο του Λέντζου.
Κι' αφτός πηδά απ' τον ύπνο κι' άδιο το μέρος βλέποντας πούστεκαν πριν τα ζώα, 520 και τα παιδιά που σπάραζαν λαβωματιές γιομάτοι, ωχού, είπε, του τον έσφαξαν τον γκαρδιακό του βλάμη. Και βούηξε απ' την ταραχή κι' απ' τις φωνές ο κάμπος πούτρεχε ο κόσμος· κι' έβλεπαν δουλιές φαρμακωμένες που οχτροί ήρθαν νύχτα κι' έκαναν και τόστριψαν κατόπι. 525
Κι' ύστερα από τη λύση αυτή, έβγαλε κάποιο συμπέρασμα που δεν του φάνηκε να είναι έξω από τη λογική. — Είναι ευτύχημα που ήρθαν έτσι τα πράματα, γιατί τώρα μπορώ να νομίζω πως γίνομαι κάμποσα χρόνια μικρότερος. ...Το Σάββατο αμέσως από το μεσημερινό φαΐ ήρθεν ο κουτός γραφέας για να τον πειράξει. — Ακόμα να ετοιμαστείς για να βγεις έξω! του φώναξε.
— Μπάρμπα Σταμάτη, σήκω! ήρθαν κείνοι πούλεγες... Μας περικύκλωσαν απόξω. Και πάλι τον έσεισε σφοδρότερον εις τον ώμον. Ο γέρο-Σταμάτης έτριψε τα όμματα, έκαμε ν' ανασηκωθή, και πάλιν έπεσεν εις τo πενιχρόν, σκληρόν προσκέφαλον η κεφαλή του. Εν τοσούτω την ανεγνώρισε. — Τι μολογάς, Σοφία; της είπε. Γλυκός ο ύπνος την αυγή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν