Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 11 Σεπτεμβρίου 2025


Την είδα να κλείνη πίσω της την πόρτα, κ' έμεινα όπως είμουνα καθισμένος κ' είχα το συναίστημα πως όλα όσα έζησα μαζί της είτανε πεθαμένα και χαμένα και πως τώρα θα μας άφινε. Ένοιωσα πως αν δεν το έκαμε, αυτό δεν έγινε χάρη μου, μα χάρη του μικρού με τα χρυσά μαλλιά και τα παράξενα παιδικά μάτια, του μικρού αγγέλου της, που ήρθε και την έδεσε με τη ζωή.

Αυτά 'πε, και όλοι εδέχθηκαν τους λόγους του Ευρυλόχου• τότ' ένοιωσα πως ο θεός ολέθριαν είχε γνώμη• 295 κ' εκείνον επροσφώνησα με λόγια πτερωμένα• «Ευρύλοχε, με βιάζετε, μόνος αφού 'μαι εμπρός σας• πλην ελάτ' όλοι, φοβερόν όρκον ομόσετέ μου, βωδιών αγέλη αν εύρουμεν ή μέγ' αρνιών κοπάδι, από κακή του τύφλωσι κανείς να μη φονεύση 300 βώδι κανένα ή πρόβατον, αλλ' ήσυχοι χαρήτε όσαις τροφαίς η αθάνατη μας έχει δώσ' η Κίρκη».

Να σε σώση; είπα μηχανικά. Από τι πράμα; Τα πρόσωπό της πήρε μιαν έκφραση παράξενη, σα να ξαναγύριζε στον εαυτό της για να σκεφτή πως είναι δυνατό να αιστάνουνται διαφορετικά δυο άνθρωποι, που αγαπούν ο ένας τον άλλον. — Ξέχασες το χειμώνα; είπε. Δεν ένοιωσα ή δεν ήθελα να νοιώσω. — Νόμιζα πως εκείνο πέρασε, είπα. — Νομίζεις πως μπορεί να περάση τίποτε; είταν η απάντησή της.

Βήμα με βήμα ένοιωσα να μεγαλώνη μέσα μου η πιθανότητα μιας τέτοιας πεποίθησης κι όσα δοκίμασα τα τελευταία χρόνια θρέψανε στο αίστημά μου την πιθανότητα αυτή, που το λογικό μου δεν μπορούσε ούτε να την παραδεχτή ούτε να την αποκρούση. Ταυτόχρονα μου φαινότανε σα να έμενα μόνος σε όλα αυτά και σαν η γυναίκα μου να μην ήθελε ή να μην μπορούσε να δη τι γινότανε μέσα μου σ' αυτό το ζήτημα.

Αν τον κοίταζα, έβαζε το δάχτυλο στο στόμα κ' έλεγε «Σστμε μιαν έκφραση στο πρόσωπο, που έδειχνε πως γνώριζε τη δύναμή της και ταυτόχρονα τόσο αθώα, ώστε άφινα την πέννα χωρίς να θέλω. Αν όμως δεν τον κοίταζα, τότε ερχότανε σιγά σιγά στο τραπέζι κ' έστεκε κοντά μου. Μπορούσε να στέκη πολλή ώρα υπομονετικά εκεί· κι όταν είχα τη δύναμη να κάνω πως δεν τον ένοιωσα, έφευγε πάλι τόσο σιγά όπως ήρθε.

Τον είδα κ' ετρελλάθηκα κι άναψεν η καρδιά μου, ξεθώριασεν η όψη μου κ' έσβυσ' η ωμορφιά μου, κι ούτ' ένοιωσα τι γίνηκε στο πανηγύρι εκείνο ούτε και ξέρω η δύστυχη πώς γύρισα στο σπίτι· μα κάποια αρρώστια πύρινη άλλαξε τη θωριά μου κ' ήμουν δέκα μερόνυχτα πεσμένη στο κρεββάτι. Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Απ' όλα όσα γίνανε και που πολλά απ' αυτά μου φαινόντανε τότε σκοτεινά κι αξήγητα, ένοιωσα πως αυτά είταν η εξήγηση της μοίρας της και της δικής μου και θα είχα απελπιστεί, αν τα έβλεπα τότε όλα τόσο καθαρά, όσο τα βλέπω τώρα.

Γνώριζα τη φωνή της όταν έπαιρνε τόσο βαθύ και θερμό τόνο, σα να σιγάζανε όλα τάλλα μέσα της όξω από την αγάπη. Ένοιωσα πως η απόφασή της τώρα είταν ακλόνητη, πως η Έλσα είτανε πάλι δική μας ή ήθελε να γίνη κ' ένα θερμό κύμα ευγνωμοσύνης σ' αυτή και σ' όλη τη ζωή φούσκωσε μέσα μου.

Και το πιάνο δεν είτανε πια κλειστό. Άνοιξε ένα βράδι, που λίγο το περίμενα. Δίχως να προδώση το σκοπό της ούτε μ' ένα λόγο, ήρθε η Έλσα κάτω στη σάλα και κάθησε στο πιάνο. Με κοίταξε καθώς πέρασε μπροστά μου κ' ένοιωσα πόσο είταν ευτυχισμένη, που μπορούσε νακολουθή τους πόθους της.

Λέξη Της Ημέρας

θεολογικοί

Άλλοι Ψάχνουν