Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025


Δράκος με ράχη κόκκινη σαν αίμα, φρίκη τέρας, π' ατός του ο Δίας τόβγαλε στο φως, πηδά από κάτου απ' το βωμό, κι' ολόισα στην πλατανιά ανεβαίνει 310 Κι' εκεϊ είταν νιόσκαστα πουλιά, έτσι μικρούλια ακόμα, στην άκρη άκρη, στου δεντρού την πύκνα ζαρωμένα, οχτώ, κι' η μάννα τους εννιά που τάχε κλωσσισμένα. Και τ' άκουγες π' απάνου εκεί με κλάμα σπαρταρούσαν μέσα στο στόμα του φιδιού.

Μόνε του πήρε τα μιαλά, του Γλάφκου, τότε ο Δίας, που πήγε κι' άλλαξε άρματα με το Διομήδη τότες, 235 χρυσά με χάλκινα, εκατό βοδιών μ' εννιά βοδιώνε. Κι' ο Έχτορας τότε έφτασε μπροστά στο Ζερβοπόρτι και στην οξά, κι' εκεί σωρός των Τρώωνε οι γυναίκες κι' οι κόρες τρέχανε όλες τους και γύρω τον ρωτούσαν για άντρες να μάθουν και παιδιά, για αδέλφια και για φίλους.

ΞΕΝ. Ο Κυπριώτης; ΑΝΑΤ. Ντυω. ΞΕΝ. Ο Κρητικός; — ΑΝΑΤ. Τρία. — ΞΕΝ. Εσείς; ΑΝΑΤ. Τέσσαρα. — ΞΕΝ. Ο Μωραΐτης; — ΑΝΑΤ. Πέντε, — ΞΕΝ. Ο Λογιώτατος; — ΑΝΑΤ. Έξη. ΞΕΝ. Ο Χιώτης; — ΑΝΑΤ. Επτά. — ΞΕΝ. Αρβανίτης; — ΑΝΑΤ. Οχτώ. ΞΕΝ. Κι ο Μισέ Μπουρλής; ΑΝΑΤ. Εννιάτζάνουμ εγώ γαιατί μέτρισα εφτά για; ΞΕΝ. Εν είνε τώρη εννιά; σταθήτεν τώρη κ' ύστερις πάλι τους μετρούμενας κάμουμε τώρη το λογαριασμό,

Μάννα με τους εννιά σου γυιους και με τη μια σου κόρη, Την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη· Την είχες δώδεκα χρονών κ' ήλιος δεν σου την είδε· Στα σκοτεινά την έλουζες, στάφεγγα την επλέκες, Στ' άστρη και στον αυγερινό τσ' έφκιανες τα σγουρά της. Οπού σου φέραν προξενιάν από τη Βαβυλώνη, Να την παντρέψης στα μακριά, πολύ μακριά στα ξένα. Οχτώ αδερφοί δε θέλουνε, κι ο Κωσταντίνος θέλει.

Όσο στον πόλεμο ως εννιά ή κι' ως χιλιάδες δέκα άντρες φωνάζουν πιάνοντας κονταροκόπι τ' Άρη, τόση φωνή απ' τα στήθια του της γης ο τραντοσείστης 150 έβγαλε εκεί και γιόμισε κάθε Αχαιού τα σπλάχνα με φρένια, για να πολεμάν κι' αλύπητα να σφάζουν.

Και σαν τηνε παντρέψανε την Αρετή στα ξένα, Και μπήκε χρόνος δύσεχτος και μήνας οργισμένος, Κ' έπεσε το θανατικό κ' οι εννιά αδερφοί πεθάναν, Βρέθηκ' η μάννα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο. Στα οχτώ μνήματα δέρνεται, στα οχτώ μυρολογάει, Στου Κωσταντίνου το θαφτό τις πλάκες ανασκώνει.

ΑΝΑΤ. Λογάριαστο να τγιούμε. ΞΕΝ. Εννιά πορτζιόνες σούπα από 48 παράδες, γρόσια 48 και 9 παράδες. ΑΝΑΤ. Εγώ κολοκύτι τζορμπά ντεν έφαγα.......... βγάλε ένα όξουιστέκα, τι τα πη πορτζόνι; ΞΕΝ. Μερτικό. ΑΝΑΤ. Τώρα κατάλαβαλέγε παρακάτου. ΞΕΝ. Εννιά πορτζιόνες βραστό. ΑΝΑΤ. Κι' απέ τούτο ντεν έφαγαβγάλε όξου ένα. ΞΕΝ. Αφήτεν τώρα να τα λογαριάσουμεν εννιά εννιά, κ' ύστερις τα ξεπέφτουνε.

Μάταια, κούφια τα λόγια. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Λέγω λοιπόν σ’ αισχρότατη πως ήλθες σχέσιν με τους στενούς σου συγγενείς° και δεν γνωρίζεις πόσο κακή είναι η θέσις σου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Έννια σου κι ατιμώρητος δεν θ’ απομείνης. ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ Βέβαια, σαν έχη δύναμιν κάποια η αλήθεια. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Μέσα σου δεν ευρίσκεται η αλήθεια εσένα, τυφλός και στα μάτια και στ’ αυτιά και στον νουν είσαι.

Μα εσένα ακόμα δα οι θεοί δε σε μισούν και τόσο, παρά και μέλλεταιέννια σου! — στους αρχηγούς των Τρώων να φύγουν όλοι πίσω ομπρός, και θαν τους δεις στον κάμπο, 145 σ' το τάζω, να τσακίζουνται πιος να γλυτώσει πρώτοςΕίπε και χουγιοχούγιαξε, στον κάμπο ροβολώντας.

Δεν βλέπεις ότι είναι ένας γαμπριάτικος σκούφος;» «Μου είναι στενός.» «Επειδή είναι καινούργιος, άνθρωπέ μου, παρ’ τον. Εννιά πέζα∙ τζάμπα είναι.» Ο Έφις τον έβγαλε και τον χάιδεψε σκεφτικός. Στο τέλος έβαλε πάνω στον πάγκο το νόμισμα που του έδωσε η τοκογλύφος. Ο ντον Πρέντου έσκυψε να κοιτάξει από την πόρτα.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν