United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η σελήνη επρόβαλλε, μόλις αρχίσασα να φθίνη τρίτην νύκτα μετά το ολογέμισμά της, εις την κορυφήν του βουνού, κ' εκείνη, ασπροφορεμένη, μετά τόσους στεναγμούς και τόσα περιπαθή άσματα, έκραξε·Να έμβαινα σε μια βαρκούλα, τώρα-δα... έτσι μου φαίνεται... να φτάναμε πέρα! Κ' εδείκνυε με την χείρα της πέραν του λιμένος.

Ως φαίνεται, η γυνή αύτη είχεν ηπλωμένα ενδύματα προς στέγνωσιν επί τινος φράκτου, άτινα εκλάπηοαν, και αι υπόνοιαί της είχον πέσει επί της Εφταλουτρούς, περιπολούσης πάντοτε εκεί τριγύρω. — Α! έκραξε· συ είσαι που ταις κάμνεις αυταίς ταις δουλειαίς, κυρά αρχόντισσα γυφτοπούλα; Μπράβο σου. Η Αϊμά έμεινεν άναυδος. Δεν είξευρε τι να είπη.

Δεν είμαι ζώον, καθώς ο Θευδάς. θα τον καταφέρω εγώ τον Γεμιστόν να πεταχθή εξω έξαφνα. Δεν θέλει και πολλή φιλοσοφία. Φτάνει να μην είνε κανείς κουτός, και πολλά γράμματα δεν χρειάζονται. Χόμο! Χόμο! έκραξε· κουτ, κουτ! Χόμο ήτο το όνομα του κυνός. Το ζώον τούτο, ακούσαν το όνομά του, έσπευσε προς τον καλούντα αυτό.

Αλλ' η γραία γύφτισσα οσάκις ηρωτάτο περί τούτου υπό των περιέργων και των οχληρών, εκήρυττε μεγαλοφώνως και εβεβαίου μεθ' όρκου ότι, η Αϊμά ήτο θυγάτηρ της. Ίσως δε και αυτή επί τέλους κατήντησε να το πιστεύση. Η ξένη έκρουσεν, ως είπομεν, την θύραν. Η Αϊμα έκραξε·Ποίος είνε; — Άνοιξε, Αϊμά. Η φωνή αυτή προυξένησεν απορίαν εις την νέαν.

Η Βεάτη ήθελε να βεβαιωθή μόνον, ότι η Σιξτίνα δεν ήτο εν επισκέψει παρά τη εγκλείστω. Είτα έκρουσε θαρραλέως την θύραν. Την φοράν ταύτην η Βεάτη υπήρξεν ευτυχεστέρα. Μετά την δευτέραν κρούσιν, στεναγμός ηκούσθη λίαν ευκρινώς. Η μοναχή εξέλαβε τούτο ως ευοίωνον σημείον και έκραξε·Κόρη μου! Είσαι μέσα; — Ποίος είνε; ηρώτησεν ασθενής φωνή ένδοθεν του θαλάμου. — Μία φίλη, απήντησεν η Βεάτη.

Ο Γύφτος και η Αϊμά διευθύνθησαν εις το κέντρον του χωρίου, όπου ηγόρασαν τροφάς και εξήλθον εκείθεν σπεύδοντες. Η γυνή σταθείσα παρά τινα γωνίαν παρετήρει αυτούς μακρόθεν. Ιδούσα δε γειτόνισσάν τινα, την έκραξε·Βλέπεις εκεί; — Ποίος είνε; — Εκείνος ο άνθρωπος με το κορίτσι που σέρνει από το χέρι... — Βλέπω. — Μου φαίνεται παράξενο. — Διατί;

Ούτε είχα παρατηρήσει την παρουσίαν της Μοσχούλας, της ανεψιάς του κυρ Μόσχου, εκεί σιμά. Αυτή έτυχε να έχη ανοικτόν το παράθυρον. Ο τοίχος του περιβόλου του κτήματος, και η οικία η ακκουμβώσα επάνω εις αυτόν, απείχον περί τα πεντακόσια βήματα από την θέσιν όπου ευρισκόμην εγώ με τας αίγας μου. Καθώς ήκουσε τας φωνάς μου η παιδίσκη ανωρθώθη, προέκυψεν εις το παράθυρόν και έκραξε·

Εις την αγγελίαν της αισχράς εκείνης διασκορπίσεως του στρατεύματός του, ο Αστυάγης, απειλών τον Κύρον, έκραξε· «Μ' όλα ταύτα ο Κύρος δεν θα χαρήΤαύτα ειπών, πρώτον μεν ανεσκολόπισεν όλους τους ονειροκρίτας μάγους οίτινες τον είχον συμβουλεύσει να αποπέμψη τον Κύρον, έπειτα δε ώπλισεν όλους τους Μήδους, νέους και γέροντας, όσοι είχον μείνει εις την πόλιν, τους εξήγαγεν, επολέμησε και ηττήθη.

Τι θέλετ' εδώ; έκραξε με αυστηρότητα η Ευανθία. Γλήγορα στα θρανία σας... στας θέσεις σας! Έδραξε την βέργαν, κ' εφοβέρισε τας μαθητρίας. Η γραία Μονεβασιά, η μητέρα της δευτέρας δασκάλας, συνέπλεξε τας χείρας, κ' έκραξε·Τώρα, τι να κάνουμε! τ' ήταν αυτό;... Μη λες πουλάκι, μ', πως το είχες παραγγελιά, για να μάθης τα κορίτσια κατά πώς είμαστε φτιασμένοι, ούλα τα πάντα.

Εκεί ήτον ένας γέροντας εις μίαν αγκωνήν καθήμενος, τον οποίον ποτέ δεν τον εστοχάσθηκα διά να του προσφέρω να αγοράση από την πραγματείαν μου, ο οποίος βλέποντάς με έκραξε· Φίλε μου, από τι προέρχεται και δεν μου φέρεις και εμένα να αγοράσω από την πραγματείαν σου; ή με στοχάζεσαι πως δεν έχω να ξοδέψω όπως και οι άλλοι; Αυθέντη, του απεκρίθηκα, συμπάθησέ με διατί δεν σε εστοχάσθηκα· όμως όλον τούτο που έχω είνε εις τα προστάγματά σου.