United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εξαδέλφη Μαχούλα, ήρχισα εγώ, χωρίς άλλως ν' απαντήσω εις την φιλόφρονα προσφοράν της, θυμάσαι, τω καιρώ εκείνω, όταν ήμουν εγώ παιδί, που έζωνες με κηρί το ξωκκλήσι της Αγίας Αναστασίας; — Θυμούμαι, απήντησε. — Πες μου, σαν να μη ξέρω, γιατί το έκανες;

Μαύρος, θεοσκότεινος, επέταξεν από τον Τσικνιά ο χιονιάς με άγριες φωνές και φτεροκοπήματα κ' έκαμε το λιμάνι μαλλιάκουβάρια. Εκεί ν' ακούσης τη σαλαλοή και τον θρήνο. Σίδερα εβροντούσαν, ξύλα ετρίζανε, φωνές αντηχούσαν και αλυχτήματα. Έκανες εδώ· τοίχος έπεφτε κ' εγκρεμιζόταν. Άκουες εκεί· λεύκες έγερναν ξεριζωμένες.

Την επεριφρόνεις και ετέρπεσο να της προξενής λύπην, ενώ αυτή περιεφέρετο εις τας όχθας σου και εισήρχετο και ελούετο ενίοτε επιθυμούσα τους εναγκαλισμούς σου• συ δε της έκανες νάζια. ΕΝΙΠ. Και δι' αυτό έπρεπε συ να υποκλέψης τον έρωτα και να πλαστοπροσωπήσης τον Ενιπέα και να γελάσης την Τυρώ, μίαν αφελή κόρην;

Ε λ έ ν η. Σκηνή Ε'. Ελένη και Κώστας. Η μαμά, τα κορίτσια δεν κατέβηκαν ακόμη; Ε λ έ ν η. Ούτε καλή μέρα, δεν μου είπες. Πώς άλλαξες, καϋμένε Κώστα. Άλλοτε, όταν μ' εύρισκες μόνη έκανες σαν τρελλός από χαρά. Και τώρα που έχω μάλιστα και τόσα νέα να σου πω. Κ ώ σ τ α ς. Ενόμιζα ότι τα νέα σου θα τάλεγες τώρα εις άλλον. Και ότι ημείς δεν έχομεν τίποτε να πούμεν.

Σε λίγο βαρέθηκε, σιγόκλεισε τα βλέφαρά της κι' αποκοιμήθηκε. Ο Καπετάν Γιάννης μιλούσε, με τα μάτια χαμηλωμένα στο χώμα. — Καλός άνθρωπος! Κακό ανθρώπου δεν έκανες! Θυμάσαι τι μούπες; — Και το ξαναλέω. Η αλήθεια του Θεού... — Ε! λοιπόν, συμπέθερε. Μεγάλο λόγο θα πω, μα δε βαστάω πια. Ανάθεμα την καλωσύνη! Τα μάτια του φουρτούνιασαν.

Επέστρεψε στις κυράδες του και ξάπλωσε στην ψάθα. «Έκανες καλά που ήρθες εδώ», είπε η ντόνα Έστερ σκεπάζοντάς τον με ένα χράμι και η Νοέμι έσκυψε κι εκείνη, του πήρε το σφυγμό, του έπιασε το μπράτσο προσπαθώντας να τον πείσει να μπει στο κρεβάτι. «Αφήστε με εδώ, ντόνα Νοέμι μου», βογκούσε χαμογελώντας, αλλά τα μάτια του ήταν απλανή σαν εκείνα ενός τυφλού, σκεπασμένα ήδη με τον πέπλο του θανάτου. «Εδώ είναι η θέση μου

Είπε κι' αφτός και κάθησε. Και τότε ο Αγαμέμνος τ' Ατρέα ο γιος σηκώθηκε, ο δυνατός αφέντης, αφρίζοντας, κι' απ' το θυμό τα μάβρα σωθικά του φουσκώναν, κι' έχυνε φωτιές το μάτι του και σπίθες. Του Κάρχα πρώτα τούρηξε μια άγρια ματιά και τούπε 105 «Κακομηνήτη, πρόσχαρο ποτές δε μούπες λόγο! Πάντα αγαπάει δυσάρεστα να προφητέβει ο νους σου, κι' ένα καλό μήτ' έκανες, μήτ' είπες στη ζωή σου.

ΗΡ. Και καλά έκανες• διότι ο πραγματικός Ηρακλής ευρίσκεται εις τον ουρανόν με τους θεούς και έχει σύζυγον την καλλίσφυρον Ήβην, εγώ δε είμαι σκιά του. ΔΙΟΓ. πώς είπες; Σκιά του θεού; Και είνε δυνατόν ένας να είνε κατά το ήμισυ θεός και ν' αποθάνη κατά το άλλο ήμισυ; ΗΡ. Ναι, διότι δεν απέθανεν εκείνος, αλλ' εγώ το ομοίωμά του.

Ο Έφις έτρεξε κάτω∙ νόμιζε ότι πετούσε. «Είσαι εσύ! Είσαι εσύ; Με τρόμαξες.» Ο Τζατσίντο έφερε στο πλάι του το ποδήλατο και τον ακολούθησε σιωπηλός. Για άλλη μια φορά όμως, μόλις φτάσανε μπροστά στην καλύβα, έπεσε καταγής αναστενάζοντας. «Έφις, Έφις, δεν αντέχω άλλο…. Τι έκανες! Τι έκανες!» «Τι έκανα;» «Ούτε εγώ ξέρω καλά καλά. Ήρθε η υπηρέτρια του θείου Πιέτρο και έφερε ένα καλάθι.

Και ο ντον Πρέντου πήγε να καθίσει κοντά στην αρραβωνιαστικιά του. «Πώς είναι η διάθεσή μας σήμερα;» «Σταμάτα, Πρέντου, μην τραβάς το πανί, με τρυπάει η βελόνα….» «Αυτό θέλω κι εγώ!» «Πρέντου άσε με∙ κάνεις σαν μικρό παιδί!» «Εσύ φταις που μου έκανες μάγια για να ξεμωραθώ…» «Πρέντου!