Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Κι' όπως λεβέτι από πολλής φωτιάς πυράδα βράζει 362 μέσα με χόχλους, τι στεγνά καιν από κάτου ξύλα, 364 σαν έτσι απ' τη φωτιά άναψαν οι ρεματόχτοι γύρω, 365 κι' έβραζε τ' όμορφο νερό απ' του θεού τις φλόγες. 365 367

Κατά το μεσονύκτιον εξεκίνησαν με καμάκια, σκάλες και σχοινιά· Ο δρόμος επερνούσε ανάμεσα από δάσος και λόχμην, επάνω από κυλιομένας πέτρας, πάντοτε προς τα επάνω, προς τα επάνω, μέσα εις την σκοτεινήν νύκτα. Το νερό έβραζε κάτω παφλάζον, νερό εκελάρυζε επάνω, υγρά σύνεφα έτρεχαν εις τον αέρα.

Γύρισε δεξά κατά τη γειτονική την εξοχή, και πρι να τη μυριστή άνθρωπος χάθηκε μες σε ρουμάνια και πίσω από δέντρα. Ανέβαινε τανηφορικά μονοπάτια σαν τη λωλή. Λες και στο κορφοβούνι γύρευε να σκαλώση, ναγναντέψη τον κόσμο περίγυρα, και να τονε φτύση με στόμα φαρμακωμένο. Τέτοια λύσσα έβραζε μέσα της.

Έβραζε, και την ώρα δεν έβλεπε να ξεσπάση. Άρχισε με τους Χριστιανούς. Δεν τους κατάτρεχε καθώς ο Διοκλητιανός κι ο Γαλέριος, τους έδιωχνε όμως από την Αυλή του, τους αδικούσε όπως μπορούσε, γκρέμησε τέλος και μερικές εκκλησιές. Και σαν πήρε μ' αυτή την πολιτική από το μέρος του όλους τους Εθνικούς, βγήκε να πολεμήση και τον Κωσταντίνο στα 323. Μεγάλοι στρατοί και στόλοι κι από τα δυο μέρη.

Τα κινήματα που έκαμνε και το κρασί που έβραζε μέσα εις το στομάχι του γεμάτον από διάφορα οπωρικά, του αναποδογύρισαν τα φαγητά εις το στομάχι, και του εκίνησαν ένα ξερατόν, που εκινδύνευε να ξεράση και τα εντόσθιά του, και τότε τα ποδάριά του αφέθησαν ωσάν νεκρά· και βλέποντας ότι δεν με σφίγγει πλέον, το έρριψα εις την γην και σηκώνοντας μίαν πέτραν εσύντριψα την κάραν του θηριώδους και κακοτρόπου γέροντος.

Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά. — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα. Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Διά τούτο και ο Όμηρος λέγει «δύναμιν ενεφύσησε εις τον αναβρασμόν του » και μανίαν και «αναβρασμόν διήγειρε » και «δυνατή μανία έως τα ρουθούνια » και «έβραζε το αίμα ». Διότι όλα αυτά φαίνεται ότι σημαίνουν την διέγερσιν της εξάψεως και της ορμής. Και λοιπόν οι μεν ανδρείοι ενεργούν διά το καλόν, η δε έξαψις συμπράττει μέσα εις αυτούς.

Νέος ήτο κ' έβραζε το αίμα του· και αν δεν κάνουν οι νέοι τρέλλες, ποιοι θα τις κάνουν, οι γέροι; Και το κάτω κάτω μήπως αυτές η τρέλλες της νεότητος δεν ήσαν το ωραιότερον μέρος της ζωής; Διά τούτο είχε και ένα άλλον δισταγμόν. Δεν ήθελε να βάλη τον Μανώλην τόσον γλίγωρα στα βάσανα της ζωής χωρίς να τον αφήση να χαρή και αυτός την νεότητά του ένα ή δύο έτη.

Αι πρώται ημέραι της αποκαταστάσεως των δύο Βενεδίκτων υπήρξεν διηνεκής εορτή. Η τεσσαρακοστή είχε παρέλθη και ο Ιησούς ανίστατο εκ νεκρών. Πανταχόθεν αντήχουν φιλήματα και εστρέφοντο αρνία επί των πυρών, και αυτή δε η φύσις ωσεί θέλουσα να πανηγυρίση την ανάστασιν του Σωτήρος απετίνασσε την χειμερινήν αυτής στολήν, ως νέα χήρα το πένθος του συζύγου της. Αι δάφναι του Απόλλωνος ηρυθρίων, η χλόη εφύετο επί των ερειπίων και η άνοιξις εδίδασκε τους όνους να χορεύωσι περί τας συντρόφους των. Η Ιωάννα εγειρομένη άμα τη αυγή ανέπνεε μετ' αγαλλιάσεως τας πρωϊνάς αναθυμιάσεις του βουνού, ήμελγε τας αίγας, μη υπάρχοντος ακόμη του νόμου καθ' ον απηγορεύετο το άρμεγμα εις τους μοναχούς ως εμπνέον πονηράς επιθυμίας, συνέλεγε κεράσια αποστάζοντα δρόσου, έβραζε ωά και έπειτα εξύπνιζε τον Φρουμέντιον. Μετά το πρόγευμα εκείνος μεν επορεύετο να αγκιστρώση ιχθύας ή να στήση παγίδας εις τους λαγωούς, ο δε Θεωνάς εκαλλιέργει τον κήπον και η Ιωάννα αποσυρομένη εις τα βάθη του κελλίου, οτέ μεν αντέγραφε βίους αγίων, ους επώλει προς αύξησιν των οικιακών προσόδων, οτέ δε διημέρευεν αναγινώσκουσα του Πλάτωνος τα όνειρα ή του Θεοκρίτου τους στεναγμούς εν χειρογράφοις, άτινα εδάνειζον αύτη ή και εδώρουν οι καλόγηροι, μεθ' όσης αφιλοκερδείας παρεχώρει και η αλώπηξ του μύθου την κριθήν εις τον ίππον. Το εσπέρας παρετίθετο το δείπνον προ της θύρας του ασκητηρίου υπό γηραιάν πεύκην, ην οι χωρικοί εκάλουν

Δεν είνε η δουλειά, παιδί μου, οπού εμποδίζει τον κυρ-Μιχάλη να πάγη στην Ανάστασιν, έλεγεν η κυρά-Μιχάλαινα προς μίαν κοσμοκαλογραίαν φίλην της, τακτικά επισκεπτομένην το βαθύ του οινοπωλείου των υπόγειον, ίνα λαμβάνη ελέη, πινάκιον φάβας, την οποίαν έβραζε δεξιώτατα η κυρά-Μιχάλαινα κ' επώλει καθ' όλην την αγίαν τεσσαρακοστήν, και βαύκαλιν ρητινίτου, για να στυλόνη ολίγον την καρδίαν της, η κακομοίρα η κοσμοκαλογραία, οπού εβάστα ενάτην καθεκάστην, και τρία τρίμερα, και έκαμνεν αναρίθμηταις μετάνοιαις όλην την αγίαν Τεσσαρακοστήν.

Λέξη Της Ημέρας

αργογλιστρά

Άλλοι Ψάχνουν